Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Η Αυγούστα είχε φέρει μαζί της τον μικρόν Ρούφιον, όστις νυστάξας απεκοιμήθη, ενώ διήρκει η ανάγνωσις ενός ποιήματος του Καίσαρος. Θυμωθείς ο Καίσαρ εσφενδόνισε κρατήρα κατά της κεφαλής του και τον επλήγωσεν επικινδύνως.
Πλήθη λαού περιεπάτουν υπό τας αψίδας της Βασιλικής του Ιουλίου Καίσαρος, πλήθη εκάθηντο επί των βαθμίδων του ναού του Κάστορος και Πολυδεύκους ή περιήρχοντο το μικρόν ιερόν της Εστίας, ομοιάζοντα με τον διάκοσμον των μαρμάρων, με πολύχρωμα σμήνη πεταλουδών και κανθάρων. Εκ του επάνω μέρους, διά των τεραστίων βαθμίδων του ναού του αφιερωμένου εις τον Δία — Jovi optimo maximo συνέρρεον νέα πλήθη.
Ο Άουλος έθεσε τελευταίαν φοράν την χείρα επί της κεφαλής της κόρης και οι στρατιώται προπεμπόμενοι υπό των κραυγών του μικρού Αούλου, όστις ήθελε να υπερασπισθή την αδελφήν του και ηπείλει τον εκατόνταρχον με τας ασθενείς πυγμάς του, απήγαγον την Λίγειαν εις την οικίαν του Καίσαρος.
Εις το τρίκλινον η τράπεζα ήτο παρεσκευασμένη διά τέσσαρας συνδαιτημόνας, διότι ο Πετρώνιος και η φίλη του, η ωραία Χρυσόθεμις, έμελλον να συμμετάσχωσιν επίσης του συμποσίου. Καθ' όλα ο Βινίκιος είχεν ακολουθήσει τας συμβουλάς του Πετρωνίου, όστις τον είχε νουθετήσει να μη υπάγη ο ίδιος να ζητήση την Λίγειαν, αλλά να στείλη προς τούτο τον Ατακίνον, φέροντα την εντολήν του Καίσαρος.
Άλλοτε ο Βιργίνιος διετρύπησε το στήθος της ιδίας του θυγατρός να την απαλλάξη από το Άππιον και η Λουκρητία εκουσίως διετίμησε την ατιμίαν της διά της ζωής της. Τα ανάκτορα του Καίσαρος είναι οίκος της ατιμίας.
Έπειτα, συσταλείσα διότι επρόφερε την φράσιν των νεονύμφων, ηρυθρίασεν υπερβολικά και έμεινεν ακίνητος εις το φέγγος της εστίας. Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Πέτρον: — Η Ρώμη καίεται κατά προσταγήν του Καίσαρος, είπε.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Εις την απόφασίν μου μόνον και εις τας χείρας μου θα εμπιστευθώ. Εις ουδένα εκ των του Καίσαρος. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη θρηνής και μη λυπήσαι διά την περί το τέλος του βίου μου επελθούσαν μεταβολήν, αλλά καταπράυνε τας σκέψεις σου, αναπολούσα εις την μνήμην την προτέραν τύχην, ότε ήμην ο μέγιστος και επιφανέστατος ηγεμών του κόσμου.
Οι δούλοι σου, αυθέντα, την μετέφερον από το ανάκτορον του Καίσαρος εις την οικίαν σου. Αισθάνομαι την δύναμιν να την ανακαλύψω εις την πόλιν, ή, αν κατέλιπε την πόλιν, όπερ απίθανον, να σου υποδείξω, ευγενή τριβούνε, πού εύρε καταφύγιον. — Καλά, είπεν ο Βινίκιος, εις τον οποίον ήρεσεν η σαφήνεια της απαντήσεως. Και ποια μέσα έχεις; Ο Χίλων εμειδίασε πανούργως.
Όταν είδεν ότι την υπώπτευσες ως συνεννοουμένην μετά του Καίσαρος — πράγμα, όπερ ουδέποτε θα πράξη — και ότι δεν ήτο δυνατόν να κατευνασθή η οργή σου, σου εμήνυσεν ότι απέθανεν, αλλά φοβουμένη τα αποτελέσματα της αγγελίας, μ' έστειλε να σου φανερώσω την αλήθειαν, πλην φοβούμαι ότι έφθασα πολύ αργά. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πολύ αργά, φίλτατε Διομήδη· κάλεσε τους φύλακάς μου.
Κυττάτε, σ' αυτό εδώ το μέρος τον ετρύπησε πέρα ως πέρα το σπαθί του Κάσσιου. Δέστε τι άνοιγμα που έκανε ο ζηλιάρης ο Κάσκας. Να, εδώ έδωκε τη μαχαιριά ο πολυαγάπητος Βρούτος... Ευγενικές ψυχές, τι κλαίτε και μονάχα που το φόρεμα του Καίσαρός μας βλέπετε καταξεσχισμένο;»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν