United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ήθελε να τον επιπλήξη και να τον θωπεύση συγχρόνως διά των λόγων της τούτων· να του είπη όπως παύση ν' αυλή και συνάμα να τον παρακαλέση όπως εξακολουθήση. Ο βοσκός διέκοψε το αύλημά του, και την ητένισεν επί μικρόν εις τους οφθαλμούς, τους γλαυκούς εκείνους, από τους οποίους εξήρχετο ήδη κάτι ωσεί χαμόγελο εν ταυτώ και παράπονον.

Και έπειτα: — Βλαστήμα με, ατίμαζέ με, σφακέλωνέ με, ρίχτε μου γάστρες, δείρε με, σκότωσέ με, εγώ δε μανίζω. Νέον είδος πείσματος αυτό να μη θυμώνη. Αλλά και οσάκις εκινδύνευε να εξαντληθή η υπομονή του, παρουσιάζετο η χήρα και τον έπειθε να εξακολουθήση τας προσπαθείας του διά την ωρίμανσιν της αγουρίδας και ενίσχυε τας εξασθενούσας ελπίδας του.

Ο αρχιστράτηγος κατά συνέπειαν της αγγελίας ταύτης απεφάσισε να στερεώση στρατόπεδον εις Φαληρέα· αλλ' ων άπειρος των πραγμάτων και μη γνωρίζων τας μεταξύ του στρατοπέδου φατρίας και αντιζηλίας, δεν ηδύνατο να εξακολουθήση έν συνεχές σχέδιον, αλλ' ηναγκάσθη να το μεταβάλλη καθ' όσα του έλεγαν διάφοροι αξιωματικοί και κατά τας οποίας απαντούσε δυσκολίας.

Εκείνος ο οποίος άπαξ θα εισέλθη εις αυτήν την οδόν, πρέπει να εξακολουθήση, άλλως αν δείξη επιείκειαν θα χαθή.

Από τριών ήδη ωρών ευρίσκετο εις το επίπονον τούτο έργον. Αλλ' εις τον άνθρωπον τούτον εφαίνετο βραχύς ο χρόνος ούτος, ως να μη ήτο κόπος αλλ' ηδονή εκείνο εις ό ησχολείτο. Και έμεινεν επί τινα χρόνον διστάζων αν έπρεπε να εξακολουθήση το έργον του ή να καταβή και να απέλθη εκείθεν. Διότι οι κώδωνες τω επροξένουν φόβον.

Αυτά θα τα ορίσωμεν εμπράκτως και όχι με λόγους, όταν ιδούμεν την χώραν και τους γείτονας. Τόρα όμως χάριν του σχεδίου και του γενικού ορισμού, διά να τελειώνωμεν, ας εξακολουθήση η συζήτησις διά την νομοθεσίαν. Ας δεχθώμεν να είναι πέντε χιλιάδες σαράντα , διά να είναι κάπως αρμονικός ο αριθμός, οι γεωμόροι και οι υπερασπισταί της διανομής.

Και χαιρετίσας ο κυρ Δημήτρης επανήλθε φαιδρός εις τον οίκον του, περιεπτύχθη τα μικρά του, και εξεκρέμασεν αμέσως το μπουζούκι του. Ο Κύριος Μαρής ενόμισε περιττόν να εξακολουθήση την ομιλίαν του περί της επιδράσεως του χρήματος επί του χαρακτήρος του ανθρώπου.

Ουχ ήττον, επέμενε τοσούτον εις την τοπογραφικήν εξήγησιν, και τοσάκις επανέλαβε τας οδηγίας του, ώστε βαρυνθείσα η γραία ανέκραξε μετ' ανυπομονησίας, «Καλά, καλάΉτο δε πράγμα ασύνηθες δι' αυτήν να επαναλάβη δις την αυτήν λέξιν. Εις τα Βαπόρια δεν υπήρχε ψυχή γεννητή, ώστε ο Κ. Πλατέας ηδυνήθη να εξακολουθήση ατάραχος την σειράν των σκέψεών του. Αληθώς πολλήν σειράν δεν είχον.

Βέβαια! — είπεν η κόρη σύρουσα την φωνήν ούτως, ως εάν εδίσταζε να εξακολούθηση την οποίαν ήρχισε φράσιν. — Διότι ο πατήρ μου... ο πατήρ μου... Αλλά καλλίτερα να μην το ειπώ. Θα το γνωρίσης όταν ελθης εις την Καλκούτταν. Η επιφυλακτικότης εν τε τη φράσει και τη φωνή, η ατολμία εν τω βλέμματι της κόρης, διήγειρον εν εμοί παράδοξον αγαλλιάσεως αίσθημα.

Ακούς, τι άκουσα να λένε, πως η γρηά η Γκότσαινα, πούνε μάγισσα... — Ξωρκισμένη νάνε, παιδί μου, υπέλαβεν η Αρχόντω! — Μα ακούς, μάνα ... επανέλαβεν η κόρη, επειδή, αφού άπαξ ήρχισεν, ησθάνετο την τόλμην να εξακολουθήση. — Δεν ακούω τίποτα, είπεν αυστηρώς η Αρχόντω. Η κόρη «εποδαιώθη», κ' εσιώπησε.