United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' επειδή ο Κόχραν δεν ενόμισεν ικανάς όσας παρατηρήσεις έκαμεν από αυτόν τον λόφον και εζήτησε να οδηγηθή πλησιέστερον, ο Καραϊσκάκης διώρισε τον Χατζή Μιχάλην, αρχηγόν του ιππικού, να τον οδηγήση όσον πλησιέστερον ήτον δυνατόν.

Εζήτησε λοιπόν να συντάξουν καλλιτέραν συνθήκην λέγων ότι η υπάρχουσα δεν θα εγίνετο δεκτή και ότι υπό τοιούτους όρους δεν ήθελαν κανέν σιτηρέσιον. Και ο μεν Τισσαφέρνης αγανακτών απεχωρίσθη απ' αυτών μετ' οργής και άπρακτος. Ήλπιζαν άλλως με τους συμμάχους, τους οποίους είχον τότε, να δυνηθούν αυτοί μόνοι να συντηρήσουν τον στόλον, χωρίς να ζητήσουν χρήματα παρά του Τισσαφέρνους.

Πόθεν τέλος στολίζεται η δέσποινα εκείνη, και ενοικιάζει πάσαν σχεδόν εσπέραν θεωρείον; Ερωτήσατε τα πολυπληθή της τέκνα, άτινα κατακλίνονται άδειπνα και οιμώζοντα· ερωτήσατε τον σύζυγόν της, όστις αναγκάζεται να επαιτή δεξιά και αριστερά κλειδία θεωρείου, όστις χθες έτι σας εζήτησε δάνειον πεντήκοντα δραχμών, και αύριον θα έχη μόλις να προμηθευθή τα τρόφιμα της ημέρας.

Εξήλθεν εξ αυτού είς έφηβος προγάστωρ με πρόσωπον γεμάτον εξανθήματα, και με μαργαρίτας εις όλους του τους δακτύλους. Του προσέφερον έν κύπελλον οίνου αρωματισμένου. Το έπιε και εζήτησε δεύτερον.

Φοβούμενος δε να μεταφέρη ταύτην μήπως υποστή η μηχανή επίθεσιν εκ μέρους των σιγαροποιών, εζήτησε την συνδρομήν της Αστυνομίας, ήτις και του παρέσχε τεσσάρας χωροφύλακας υπό τον δραστήριον υπενωμοτάρχην κ. Περδικάκην, οίτινες συνώδευσαν την μηχανήν μέχρι του εργοστασίου άνευ τινός απευκτέου».

ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Ω, φίλταται γυναίκες, πώς η μία δυστυχία ακολουθεί την άλλην σήμερα! Μέσα εις το σπίτι η κυρία μου, η Ερμιόνη, αφού έφυγεν ο πατέρας της και εσκέφθη τι ήθελε να κάμη, να σκοτώση την Ανδρομάχην και το παιδί της, θέλει ν' αυτοκτονήση. Τρέμει μήπως ο άνδρας της, όταν μάθη τι έγινε, την διώξη από το σπίτι, ή την σκοτώση, επειδή εζήτησε και αυτή να σκοτώση εκείνους που έπρεπε να σεβασθή.

Ούτος εζήτησε συνέντευξιν μετά του Ιππίου του εν τω διατειχίσματι αρχηγού των Αρκάδων, υποσχεθείς εις αυτόν ότι θα τον απέλυε πάλιν σώον και υγιά, εάν δεν εδέχετο τας προτάσεις του.

Αλβέρτε, εσύ ήσουν εις το δωμάτιον. Ήκουσε κάποιον να περιπατή, και ρώτησε, και εζήτησε να σε ιδή καθώς σε προσέβλεψε και εμέ, με το παρηγορημένον, ήσυχον βλέμμα, ότι μαζί θα είμεθα ευτυχείς, — ο Αλβέρτος έπεσεν εις τον λαιμόν της και την εφίλησε, και ανεφώνησεν: Είμεθα! θα είμεθα! Ο Αλβέρτος ήτον όλως εκτός εαυτού, και εγώ δε δεν ήξευρα τίποτε περί του εαυτού μου.

Θελήσας να μιμηθή την παιγνιώδη ευστροφίαν και την ταχύτητα με την οποίαν ο Σμυρνιός έπλυνε τους ναργιλέδες, έσπασε δύο εκ των πέντε τους οποίους είχε το κατάστημα. Αλλ' ο Μπαρμπαρέζος, προλαμβάνων πάσαν τυχόν δυσοίωνον εξήγησιν, εφώναξε «γούρικαι εζήτησε νέον καφέν.

Ο Δαρείος επεθύμησε τον μανδύαν και πλησιάσας εζήτησε να τον αγοράση· ο δε Συλοσών, βλέπων την ζωηράν εκείνην επιθυμίαν και ωσεί παρακινούμενος υπό θείας εμπνεύσεως, τω λέγει «Εγώ μεν δεν πωλώ αυτόν αντί ουδεμιάς αξίας· εάν δε επιθυμής να τον έχης, σε τον δίδω άνευ αποζημιώσεως.» Ο Δαρείος τον ευχαρίστησε και έλαβε το φόρεμα.