United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η αρχή δε των κατόπιν νόμων μας ας είναι πλέον η εξής, λαμβάνουσα έναρξιν από τα ιερά. Δηλαδή πρέπει πρώτον να εντυπώσωμεν τον αριθμόν των πέντε χιλιάδων σαράντα, πόσας τομάς καταλλήλους είχε και έχει και ολόκληρος και ο χωρισμένος διά τας φυλάς, τον οποίον μάλιστα ωρίσαμεν ως δωδεκατημόριον του όλου σχηματίζον είκοσι φοράς είκοσι ένα.

Κάνει χρεία να ομολογήσωμεν, είπεν ο Σεήφ χαμογελώντας, ότι ημείς είμεθα αγαπητικοί και πολλά εξαίρετοι· ο Βασιλεύς παραδίδεται με τες πρώτες ματιές μιας γυναικός ενός πραγματευτού, που προτιμά έναν γέροντα από αυτόν, και εις διάστημα είκοσι χρόνων, και περισσότερον, φυλάττει μίαν τρυφερήν ενθύμησιν της Αροούγιας, χωρίς αυτή να τον ηγάπησεν· εγώ αγαπώ μίαν γυναίκα που εζούσεν εις τον καιρόν του Σολομώντος, και ο βεζύρης ομοίως.

Εις την μάχην ταύτην από μεν τους Έλληνας εφονεύθησαν οκτώ και επληγώθησαν είκοσι δύω, από δε τους εχθρούς ελέγετο να εφονεύθησαν περισσότεροι των τετρακοσίων και να επληγώθησαν διπλάσιοι.

Αφού δε παρεδέχθησαν τα μέτρα ταύτα, διεβίβασαν εις την νήσον τους οπλίτας κληρώσαντες αυτούς εξ όλων των λόχων. Και είχαν μεν διαβιβασθή πρότερον άλλοι διαδοχικώς, οι τελευταίοι όμως, οίτινες και έμειναν εκεί, ήσαν τετρακόσιοι είκοσι, εκτός των Ειλώτων. Αρχηγός δε αυτών ήτον Επιτάδας ο Μολόβρου.

Και στην άλλη την άκρη, ως είκοσι οργυιές μες στο νερό, ξετινάζουνταν κάθε λίγο μεγάλη ουρά και χτυπούσε τα κύματα. Ξεχνούμε τις πίκρες των σεφεριών, και σηκωνούμαστε στο ποδάρι... Πρώτος ο γέρος έτρεξε και πήρε το σπάγο στα χέρια. Κι αρχινάει και τραβάει κι αφίνει πάλι καλούμα, σαν τεχνίτης θαλασσινός.

Του ενός από το καρβάνι είχε πέσει η σακκούλα του με ότι χρήματα είχε, και την είχε βρη ένας άλλος, από τους είκοσι συνταξειδιώτες, και του την έδωκε, κρατώντας τα μισά για βρετικά.

Αναχωρήσαντες δ' εκ των νήσων οι Αθηναίοι έπλευσαν αυθημερόν προς τον Κρομμυώνα της Κορινθίας· απέχει δε ούτος εκατόν είκοσι σταδίους από της πόλεως. Και προσορμισθέντες εκεί ελεηλάτησαν την χώραν και διενυκτέρευσαν εκεί. Εκείθεν δε ελήστευαν τας χώρας της Τροιζηνίας, της Αλιάδος και της Επιδαυρίας· και, αφού ωχύρωσαν το μέρος εκείνο, επέστρεψαν εις τα ίδια.

Είχεν έλθει εις το μέσον του έτους, εγκαταλείψας το γυμνάσιον της πρωτευούσης του νομού, όπου τέως εμαθήτευε, μη δεχθείς την επιβληθείσαν αύτω ποινήν ένεκα λογομαχίας τινός προς ένα των καθηγητών, όστις του εφαίνετο πλέον του δέοντος αγράμματος. Ήτο μόλις δεκαοκτώ ετών, αλλ' εφαίνετο δεκαεννέα ή είκοσι με τους πυκνούς ήδη ιούλους του καστανού γενείου και του μύστακος.

Έτσι είπε, κι' αναγάλλιασε ο τρομερός Διομήδης. Τ' όπλο του κάρφωσε στη Γης που θρέφει κάθε πλάσμα, κι' έτσι είπε μ' ήμερη φωνή στο στρατολάτη Γλάφκο «Βλάμη μου σ' έχω πατρικό απ' τα παλιά τα χρόνια. 215 Γιατί ο Βοινέας μια φορά στο σπίτι το λεβέντη Βελλεροφόντη ως είκοσι φιλοξενούσε μέρες. Μάλιστα οι διο τους κι' άλλαξαν πανώρια θυμητάρια.

Είκοσι πέντε Χριστούγεννα σωστά λείπει ο πατέρας σου στην Ξενιτειά. Χριστούγεννα, Άη-Βασιλειού και Φώτα δεν έχω κάνει μαζύ του. Μόνον αποκριές, Λαμπρή κι' Άη-Γεώργη... Αντήμερα τ' Άη- Γεωργιού έφυγε... για να μην ξαναγυρίση!... Τι έχω ακούσει παιδί μ', από τον παλιόκοσμο! Τι έχω ακούσει! Φθονούσε τα νειάτα μου, φθονούσε την ωμορφιά μου, πάη καλά, αλλά να φθονή και τη δυστυχία μου!