United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΕΝ. Δεν είσαι καλά, Τάνταλε, και φαίνεται ότι αληθώς έχεις ανάγκην ποτού, ακράτου ελλεβόρου, αφού έχεις πάθει το εναντίον του συμβαίνοντος εις τους λυσσώντας σκύλους και φοβείσαι, όχι το νερόν, αλλά την δίψαν. ΤΑΝ. Και ελλέβορον Μένιππε, θα έπινα ευχαρίστως, αρκεί να τον είχα.

Διψούν τρομερά και το παραδοξότερον είνε ότι όσω πίνουν τόσω περισσότερον ανάπτει η δίψα των, την οποίαν και ολόκληρος ο Νείλος ή ο Ίστρος δεν δύνανται να σβύσουν, αλλά το νερόν παροξύνει την δίψαν αυτών όπως το έλαιον την πυράν.

Αλλά τι σε πειράζει αυτό; Ή φοβείσαι ότι θ' αποθάνης από δίψαν; Δεν βλέπω να υπάρχη άλλος Άδης εκτός τούτου ή θάνατος απ' εδώ εις άλλον τόπον. ΤΑΝ. Σωστά, αλλά και αυτό είνε μέρος της καταδίκης, να επιθυμώ να πιω ενώ δεν έχω ανάγκην.

ΜΕΝ. Και είσαι τόσο οκνηρός, ώστε βαρυέσαι να σκύψης να πιής ή και να πάρης νερόν με την παλάμην σου; ΤΑΝ. Κι' αν σκύψω δεν μπορώ να σβύσω την δίψαν μου• διότι άμα πλησιάσω, φεύγει το νερόν και αν κατορθώσω να πάρω με τα χέρια μου, δεν προφθάνω να βρέξω τα χείλη μου, διότι φεύγει, δεν εννοώ πώς, διά μέσου των δακτύλων και αφήνει στεγνά τα χέρια μου. ΜΕΝ. Φοβερόν αυτό που σου συμβαίνει, Τάνταλε.

»Κ' εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ' από μολύβι.» σ.93 Πιστεύεται κοινώς ότι τεμάχιον μολύβδου στρεφομένου διά της γλώσσης εντός του στόματος, πραΰνει την δίψαν. Προς τούτο θεωρείται κατάλληλος και μικρός τις θαλάσσιος λίθος, όστις και δίψα ονομάζεται. » Και σαν μονομερίδα » σ. 93. Μονομερίδα . Όφις μικρός, θανατηφόρος.

Και πολλοί εκ των παρημελημένων ανθρώπων, βασανιζόμενοι από άπαυστον δίψαν, έπιπτον εις τα φρέατα· η δίψα δε εκείνη, είτε έπινον ολίγον είτε έπινον πολύ, έμενεν η αυτή. Η αέναος ταραχή και η αγρυπνία εβάρυνεν αυτούς.

Το σχέδιον των διωκτών μου συνέκειτο αναμφιβόλως εις το να επιτείνουν την δίψαν μου, διότι η τροφή που μου είχαν εις τον δίσκον ήτο πολύ αλμυρά. Εκύτταξα εις το κενόν και παρετήρησα την οροφήν της φυλακής μου. Ευρίσκετο αύτη τριάκοντα ή τεσσαράκοντα πόδας υπεράνω της κεφαλής μου και η κατασκευή της παρωμοίαζε προς την των τοίχων.

Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την πείναν και την δίψαν.

Ουδ' ως σταγών όμως ύδατος δύναται να θεωρηθή η τριάς αύτη ετών εν συγκρίσει προς την βασανίζουσαν τον άνθρωπον δίψαν εκτάσεως της διαρκείας αυτού, την οποίαν δεν δύναται επί του παρόντος να ικανοποιήση άλλως ή φανταζόμενος έν οίον δήποτε είδος υπάρξεως εν σπέρματι προγενεστέρας της γεννήσεως, ή άλλο παρατεινόμενον μετά τον θάνατον αυτού.

Αυτή είνε η πρώτη σου εντύπωσις• αλλά μετ' ολίγον βλέπεις δύο δρόμους, εκ των οποίων ο είς είνε μάλλον ατραπός στενή, πετρώδης και πλήρης ακανθών, εις την οποίαν μαντεύεις πολλήν δίψαν και ιδρώτα. Ο Ησίοδος επρόλαβεν ήδη και την περιέγραψε κάλλιστα, ώστε είνε περιττόν να την περιγράψω και εγώ. Η δε άλλη οδός είνε ανθηρά και δροσερά, όπως ολίγον προηγουμένως είπα.