United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πες τους ότι την Ελλάδα ταπεινήν δεν υποφέρεις, Πες τους, πες τους, αλλά πες τους, Δεληγιάννη, ό,τι ξέρεις· Και αν δεν μπορέσης πέρα να τα βγάλης συ μονάχος, Ας σε βοηθήση λίγο και ο Άγγελος ο Βλάχος. Έτσι πλέον και οι δυο σας θε να ήσθε αρκετοί, Για να κάμετε βεβαίως εις το έθνος κάτι τι.

Ρε, πού βαδίζουν τα σκυλιά; ηρώτησε τις των βλάχων αορίστως. — 'σα κάτ' πλαϊνά· δεν αηκούς; — Ντετον άνεμο τι χάλασαν τον κόσμο; ψιθύριζε νεαρός βλάχος θορυβηθείς. Και ανατείνας την κεφαλήν εφώναξε στεντορείως: — Ορέ του λόγου σου! ποιος είσαι συ, ρε!. . . Αλλά ουδείς απήντησεν.

Συγχρόνως επί των ορέων της δυτικής Ελλάδος ηγείροντο κεραυνοβόλοι οι αρματωλοί Αγγέλης Σουμήλας επονομαζόμενος Βλάχος, Χρήστος Βαλαωρίτης ο ημέτερος γενάρχης μετά του μονογενούς αυτού υιού Μόσχου, ο Πάνος Μεϊντάνης, το Μικρό Χορμόπουλο και ο Σπαθόγιαννος.

Κατά της γενικής ταύτης προγραφής διαμαρτυρόμενος ο κ. Άγγελος Βλάχος επεχείρησε ν' αντιτάξη την ποιητικήν φυσιογνωμίαν του Γεωργίου Ζαλοκώστα, ως ισχυρόν επιχείρημα μετ' άλλων πολλών ανισχυροτέρων, εις τα οποία απήντησεν ο Ροΐδης και ανταπήντησεν ο κ. Βλάχος και ήναψεν όντως η μακρά συζήτησις, εις ην και άλλοι έλαβον μέρος και όλοι παρηκολούθουν μετ' ενδιαφέροντος.

Ένας ψηλός κρεμανταλάς με δυο πήχες μουστάκια, ξεροκαμπίτης βλάχος με δυο μάτια μεγάλα, μεγάλα και κουτά, που άνοιγε το στόμα του κι έλεγε σ' ότι λογής κουβέντα, ολοένα ένα α!.... Ένας κοντόχοντρος Κραβαρίτης λεβέντης όλος νεύρα, αίμα, και μάτια, κόκκινος, που βρωμούσε γαλατίλας από το μουστάκι του, που μόλις ίδρωνε, ως τα ξεθωριασμένα τσαρούχια του, κι ένας άλλος κοινός στρατιωτάκης που δεν έλεε τίποτε.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βήματα βαρέα, ωσεί τύπτοντα μετά πάθους την γην κ' εφάνη νεαρός βλάχος, διερχόμενος την αντίπεραν της λαγκαδιάς πλευράν, νωθρώς, εν αφροντισία βηματίζων και τραγωδών: Μια βλαχοπούλα έπλενε, σε βρύσι μαρμαρένια· είχε τον κόπανο χρυσό, Μαλαματένια πλάκα!. . .

Ο βλάχος ετραγώδει με όλον τα πάθος και την δύναμιν εκείνην, την δίδουσαν ζωήν εις τας απλάς λέξεις και ηλεκτρίζουσαν τας ψυχάς. Έχων ολίγον υψωμένην την κεφαλήν, επρόφερε κατ' αρχάς σιγά και ηπίως τας λέξεις και όταν έφθανεν εις το γύρισμα, επέτεινε την φωνήν του εις υψηλόν και γλυκύν τρεμουλιαστόν τόνον, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αηδονιού.

Κ' εφ' όσον απεμακρύνετο ο βλάχος, το τραγούδι ήχει εις την λαγκαδιά, γλυκύτερον και περιπαθές όσον η ποίησις και η αφέλειά του. Ο Δημήτρης, ο οποίος ήλπισεν επί στιγμήν ότι ο βλάχος θα διήρχετο πλησίον του και θα τον εβοήθει, ήδη ότε τον ήκουεν απομακρυνόμενον, κατέπεσεν εις εντελή απελπισίαν. — Εδώ θα χαθώ! εψιθύριζεν από καιρού εις καιρόν μετά πικρίας.