Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Η εργασία αύτη έμεινεν επί πολύ απαρατήρητος από τους πολιορκούντας, οίτινες όσον περισσότερον έρριπτον χώμα τόσον ολιγώτερον υψούτο το πρόχωμα, διότι, καθ' όσον αφηρείτο το χώμα υποκάτωθεν, το πρόχωμα εχαμηλούτο ακαταπαύστως.

Κι όλα αυτά γιατί μου ήρθε στο νου ένας αριθμός, που σε ομαλές περίστασες θα περνούσε απαρατήρητος. 25 του Θεριστή Οι μέρες περνούν ενώ γυρίζω και συλλογίζουμαι πως έπρεπε ναρχίσω να εργάζουμαι. Μα οι πεταλούδες της ποίησης πετούνε μόνο ανήσυχες γύρω σε κάτι, που είναι καμένο κ' έρημο. Κάποτε έχω την εντύπωση πως μπορούσα νακολουθήσω το φτερούγισμά τους.

Ουδένα επείραζεν, ουδένα εβάρυνεν, άλλο δεν επεθύμει και δεν επεδίωκεν ή να διέλθη απαρατήρητος η ύπαρξίς του, τούτο δ' επί τέλους και επέτυχε. Και όμως η μονήρης και άσημος εκείνη ύπαρξις υπέκρυπτεν ιστορίαν θλιβεράν, υπέκρυπτε πάλην μακράν, πάλην καθημερινήν μεταξύ της καρδίας και της διανοίας του.

Εννοώ κάλλιστα, εκ της ευχαριστήσεως ην το θέαμα εκείνο επροξένησεν εις την χαρτίνην μου ύπαρξιν, οποία ήθελεν είναι και των αναγνωστών μου η ευχαρίστησις εκ λεπτομερούς αυτού περιγραφής. Η σκέψις όμως, ότι υπήρξα απαρατήρητος και κλόπιος ούτως ειπείν, βωβός δε και άφωνος νομιζόμενος μάρτυς της περιέργου εκείνης σκηνής, θέτει φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου.

Μετά τριακονταοκτώ έτη καταπτώσεως, ο άνθρωπος εν ακαρεί ηγέρθη, εσήκωσε τον κράββατόν του, και ήρχισε να περιπατή. Εν χαρμοσύνω εκπλήξει εκύτταξε κύκλω διά να ίδη και ευχαριστήση τον άγνωστον ευεργέτην του· αλλά το πλήθος ήτο πυκνόν, και ο Ιησούς θέλων να διαφύγη την ανωφελή έξαψιν της περιεργείας, ήτις τον εθεώρει ως θαυματουργόν μόνον, έφυγεν απαρατήρητος, «εξένευσεν, όχλου όντος».

Εφοβήθη και ηθέλησε ν' αποσυρθή απαρατήρητος, αλλ' αίφνης ο γέρων, διακόψας την λογομαχίαν, τον ηρώτησεν αποτόμως εκ του βάθους της αποθήκης: — Τι αγαπάτε, Κύριε Λιάκε; — Επεθύμουν να σας είπω δύο λέξεις, αλλά σας απασχολώ. Έρχομαι άλλην ώραν. — Περάσετε εις το γραφείον μου. Έρχομαι αμέσως.

Καταλείπων δε την λεωφόρον, μεταβαίνει διά στενωπών εις την οικίαν του, εισέρχεται εις αυτήν απαρατήρητος διά μικράς τινος υπηρετικής θύρας, αναβαίνει απνευστί διά στενής πλαγίας αναβάθρας εις το δωμάτιον της υπηρετρίας του, και χωρεί ακροποδητί προς επίμηκες πράσινον κιβώτιον, όπερ κατέχει μίαν αυτού γωνίαν. Εκεί ίσταται και ακροάται. Δεν ακούει τίποτε.

Αλλ' αίφνης, ενώ ωμίλει, ενώ το πλήθος των απλοϊκών αλλά πιστών και νοημόνων ακροατών εκρέματο από τα χείλη Του, η σιωπή διεκόπη διά των αγρίων φωνών ενός των οικτρών εκείνων ανθρώπων οίτινες καθολικώς επιστεύοντο ως κατεχόμενοι από πνεύμα ακάθαρτον, και όστις απαρατήρητος εισεχώρησεν εν τω μέσω του πλήθους.

Διά ποίας οδού έφθασεν εις την Αγίαν Πόλιν, πώς διήλθε διά των πολυανθρώπων οδών απαρατήρητος, αν συμμετέσχε της αθώας ευφροσύνης της εορτής, αν και Αυτός κατώκησεν εις καλύβην φοινικοστέγαστον κατά το λοιπόν της εβδομάδος, δεν γνωρίζομεν.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν