Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Η αποτυχία αύτη ελύπησε μεγάλως τον αρχηγόν, το περισσότερον διότι από μικρόν λάθος υστερήθη μέγα αποτέλεσμα και διότι έβλεπεν ότι όχι μόνον δεν ηδύνατο να επιτύχη τον σκοπόν του με μόνας τας οποίας είχε δυνάμεις, αλλ' ότι έπρεπε και να κινδυνεύση διά να βασταχθή εις τας θέσεις του. Απεφάσισε δε να μην κάμη κανέν νέον κίνημα, αλλά να εξασφαλίζηται εις τας θέσεις του έως να λάβη νέας δυνάμεις.
Εκάθητο και ηγείρετο άνευ λόγου, εζωγράφει παντοειδείς χιμαιρικάς εικόνας επί του ερυθρού στυπποχάρτου όπερ εκάλυπτε την τράπεζάν του, εμονολόγει πολλάκις ασυνάρτητα και ακατάληπτα, και έβλεπεν αδιακόπως το ωρολόγιόν του.
Έκτοτε δε δεν έπαυσε να επισκέπτεται τον πενθερόν της, όστις πολύ την εσυμπονούσε, με όλας τας κατηγορίας της Μαθήνας, διότι έβλεπεν ότι ήτο απλή και καλοπροαίρετος, με μίαν ακακίαν μικρού παιδίου στολισμένη. Ευλαβής δε προς τα θεία και γραμματισμένη, πολύ εβοηθούσε τον γέροντα εις τας προσευχάς του, αυτή αναγινώσκουσα τους ψαλμούς και τους ύμνους.
— Άφησέ την, πατέρα, είπεν ούτος, θέτων την χείρα επί του βραχίονος του πατρός του. — Τι γυρεύεις εσύ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Κοιμήσου γρήγορα. — Δεν κάνεις καλά, πατέρα μου, είπεν ο νέος, ως να διετέλει εν παραλήρω. — Εσύ θα μου πης; είπεν οργίλως ο Γύφτος. Γκρεμίσου. Ο Μάχτος εκινδυνευε να παραφρονήση. Έβλεπεν ότι το πράγμα καθίστατο σπουδαιότερον.
Του εφαίνετο ότι έβλεπε καθ' ύπνους ένα ξυλουργόν εργαζόμενον και πλησίον του μικρόν τι παιδίον, το οποίον συνήθροιζε σχίδακας. Τότε εισήλθεν εις το εργαστήριον μία παρθένος ενδεδυμένη πράσινα, ήτις τους εκάλεσεν εις το γεύμα και παρέθηκεν εις αυτούς ζωμόν. Όλην αυτήν την σκηνήν ενόμιζεν ότι την έβλεπεν ο Επίσκοπος κρυμμένος όπισθεν της θύρας, διά να μη τον βλέπουν.
Αφού δε εξήντλησεν όλα τα άλλα του μέσα διά να εξευμενίση την κόρην της χήρας, εσκέφθη να δοκιμάση και τας επιδείξεις της ρώμης και της ανδρείας. Άμα δε την έβλεπεν, ανέσυρε την πλατείαν χειρίδα του μεταξωτού υποκαμίσου του διά να επιδεικνύη τον ηράκλειον βραχίονά του. Και εισορμών εις τα δώματα ανεφώνει: — Άντρες τα 'ρίζουν τα Σφακιά!
Π. όσον και αν εταξείδευε, δεν είδε κυρίως άλλο τι παρά το άκρον του σιγάρου του. Ήτο λοιπόν περιττή η διαβεβαίωσις του κ. Π. ότι όταν ταξειδεύη δεν ημπορεί να σταθή. Όστις τον έβλεπεν έπρεπε να το συμπεράνη. Αλλά τι ήτο κυρίως το λεχθέν, ότι και αυτός το ίδιο κάμνει, όταν είναι εις την Καλκούτταν, δεν ηδυνήθην να εννοήσω, και δεν επρόφθασα να τον ερωτήσω.
Και δευτέραν φοράν, αγριώτερον τώρα, ο αντίλαλος της σθεναράς φωνής του αντήχησε, θρηνωδώς πλήττων την κατέναντι ξηρόνησον, προς ην έβλεπεν ο γέρων.
Το κόκκινον εκείνο φέσι, το οποίον εβάπτετο ημέραν μεθ' ημέραν ερυθρότερον υπό των πιπτόντων μούρων, τον ηρέθιζεν όπως τους ταύρους το κόκκινον ύφασμα το οποίον επισείουν οι ταυρομάχοι. Και άμα το έβλεπεν ανέβαινε το αίμα εις την κεφαλήν του και ορμή, εις την οποίαν με δυσκολίαν ανθίστατο, τον κατελάμβανε να του τινάξη μίαν πέτραν.
Άνθρωπον δεν συνήντησε κανένα πλέον. Ευρίσκετο εις μίαν κρημνώδη φάραγγα, όπου δεν έβλεπεν ουρανόν από τα πυκνά δάση, και όπου τα παλαιά λιθόστρωτα, φθαρέντα εκ των βροχών, παρεκώλυον βήμα προς βήμα τον οδοιπόρον. Εσκέφθη να γυρίση οπίσω. Αλλά πάλιν «πώς ν' αφήση έτσι σβυστό τον Χριστό!» Άλλως ήτο άφοβος γυνή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν