United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλεπάλληλοι αποδημίαι και άλλαι φροντίδες μ' έκαμαν ν' αμελήσω και σχεδόν να λησμονήσω επί πολλά έτη τον Αντώνην. Όταν και πάλιν τον ενθυμήθην, επόμενον ήτο να εύρω το άσυλον αυτού κάπως παρηλλαγμένον. Αι κυπάρισσοι είχον μεγαλώση, ο πληθυσμός των νεκρών ήτο τετραπλάσιος και οι σταυροί τόσον πυκνοί, ώστε ολίγος απέμενε τόπος εις τα χαμόμηλα και τας ακάνθας.

Προέκυπτε δε ότι την νύκτα εκείνην θα ανεκάλυπτε το άσυλον της νεανίδος, και θα την ήρπαζον καθ' οδόν, όταν θα επέστρεφον από το Οστριανόν. Ο Βινίκιος, ακολουθών τας συμβουλάς του Πετρωνίου, διέταξε τους δούλους του να υπάγουν να του φέρουν τον Κρότωτα. Ο Χίλων, όστις εγνώριζε τους πάντας εν Ρώμη, μεγάλως καθυσήχασεν, όταν ήκουσε το όνομα του περιφήμου παλαιστού.

Ουδείς αδικεί αυτούς, καθότι λέγονται ότι είναι ιεροί· ούτε έχουσι κανέν πολεμικόν όπλον. Αφ' ενός μεν, μεσολαβούσιν όπως περαιώσωσι τας διαφοράς των γειτόνων των, αφ' ετέρου δε ο φυγάς όστις ζητεί παρ' αυτοίς άσυλον, δεν αδικείται υπ' ουδενός. Ονομάζονται δε Οργιεμπαίοι.

Εκ της μακράς του περιπλανήσεως δεν έφερεν, ως εφαίνετο, τίποτε άλλο, παρά την αναλοίωτον ευθυμίαν του. Η φύσις του δεν του επέτρεπε να βαρυθυμήση προς τι; η μελαγχολία φθείρει την υγείαν και ο Ισίδωρος διά κανένα λόγον δεν θα συγκατένευε ν' ασθενήση. Ο Ισίδωρος εύρεν εις τον φίλον του αληθή προστάτην και εις τον οίκον του ασφαλές άσυλον και είχε πολλήν ανάγκην των αγαθών αυτών.

Και όμως ηγάπησα αυτόν, ως αγαπά τις τον εν τη δυστυχία φίλον, ως αγαπά τον φιλανθρώπως παρέχοντα άσυλον εις εγκαταλελειμμένον και έρημον.

Ναι, ησθάνετο ότι είχεν υποχρέωσιν εις τούτο, επειδή εις εκείνην ώφειλε την ζωήν του! Και τότε ενεθυμήθη την ημέραν όποτε, μετά του Κρότωνος, είχεν εισχωρήσει εις το άσυλον εκείνο, ανεπόλησε την πυγμήν του Ούρσου την υψωθείσαν κατά της κεφαλής του και παν ότι επηκολούθησεν.

Τι είναι δημοτικότης; Έκαστος δύναται να ορίση αυτήν όπως θέλει, αλλ' ημείς εννοούμεν αυτήν μόνον: ο Βαλζάκ περιηγείτο μετά τινος φίλου του εν Πολωνία· καταληφθέντες υπό χιόνος και βροχής οι δύο οδοιπόροι εζήτησαν άσυλον εις απόκεντρον τινα αρχοντικόν πύργον· η δε οικοδέσποινα έσπευσε, κατά τα εκεί έθιμα, να προσφέρη ιδίαις χερσίν εις τους αγνώστους εκείνους ξένους το τσάι της φιλοξενίας· αλλ'ενώ περιέφερε τον δίσκον, ο σύντροφος του κλεινού μυθογράφου έτυχε ν' αποτείνει αυτώ τον λόγον αποκαλών «Κύριε Βαλζάκ». Εις το άκουσμα εκείνο η Πολωνίς, βλέπουσα προ αυτής τον γράψαντα τον Λαμβέρτην και την Ευγενία Γρανδέ υπό τοσαύτης κατελήφθη συγκινίσεως, ώστε εξέφυγε της χειρός της ο δίσκος και κατεκυλίσθησαν τα φλυτζάνια κατά γης.

Τότε εσκέφθη να πάρη το καλάθι της και το ραβδί της, να εξέλθη από την μικράν κόγχην, ν' αναβή επάνω εις την λόχμην την σύδενδρον, και να πάρη σιγά το ρέμμα-ρέμμα, και ν' αρχίση πάλιν, την παλαιάν της τέχνην, να ψάχνη προς ανεύρεσιν βοτάνωντα οποία δεν ήξευρε πλέον εις τι θα της εχρησίμευον, αφού δεν είχε πλέον εις τον κόσμον άλλο άσυλον, ειμή την ειρκτήν και μόνην.

Κατά την απωτέραν ή ανατολικήν όχθην εκτείνεται πρασίνη λωρίς, πέραν της οποίας υψούται εις εννεακοσίους πόδας υπεράνω της επιφανείας της λίμνης, σειρά ερήμων λόφων διατρήτων με χαράδρας, χωρίς δένδρον ή χωρίον ή ίχνος καλλιεργείας, το άσυλον όπου ο Κύριος ημών συχνά επεζήτει την αναψυχήν της μονώσεως μετά του Θεού.

Τέλος ο βασιλεύς εκήρυξεν ότι όστις ήθελε τον δεχθή ή συνομιλήση μετ' αυτού να πληρόνη εις τον Απόλλωνα ιερόν πρόστιμον, του οποίου το ποσόν προσδιώριζε το κήρυγμα. Από της στιγμής δε ταύτης κανείς πλέον δεν ηθέλησε μήτε να συνομιλήση μετ' αυτού μήτε να τω δώση άσυλον.