United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η κατηγορία απεδείχθη! Οι φίλοι έφριξαν· οι εχθροί εσκίρτησαν εξ αγαλλιάσεως. — Εκεί και αυτός! ο τίμιος! ο ανεπίληπτος! Ο δράστης εκρύπτετο και η εξουσία, αμείλικτος, απαθής, εξεβίασε το άσυλόν του. Τη εχρειάζετο ο ένοχος προς ικανοποίησιν της υβρισθείσης δικαιοσύνης.

Εκείνος την έθλιψεν επί του στήθους του μετά ζέσεως, έπειτα έλαβε τους κροτάφους της διά των δύο χειρών και την κατεφίλει εις το μέτωπον και τους οφθαλμούς· τέλος της διηγήθη την αναχώρησίν του, την άφιξη του, και πώς την είχε ζητήσει εντός των τειχών και εις την οικίαν του Λίνου, και πόσον είχεν υποφέρει, έως ότου ο Απόστολος του υπέδειξε το άσυλόν της.

Διότι οι θεοί δεν ηυδόκησαν να προσημάνωσιν ιδία προς αυτόν την επικειμένην και παρούσαν ήδη καταστροφήν. Μη λησμονώμεν ότι ταύτα συνέβαινον την παραμονήν της κθ' Μαΐου! Και αν έμενε δε εις τον άσυλόν του ο Πλήθων, πάλιν δεν ηδύνατο να έχη την Αϊμάν πλησίον του. Όσον αμυδρόν και αν ήτο το αίσθημα όπερ εμπόδιζε τον Πλήθωνα, αλλ' όμως δι' αυτόν ήτο ισχυρόν. Δεν ηδύνατο, όχι!

Οι λοιποί πολίται, μείναντες απροστάτευτοι από στρατιωτικήν δύναμιν και μη έχοντες τρόπον διά να μεταφέρωσιν αλλού τας οικογενείας των, εζήτησαν άσυλον εις τας αποτόμους κορυφάς των ορέων, εις τα δάση και εις τα σπήλαια· αλλά καταδιωκόμενοι και εκεί από τον ανίκητον εχθρόν, την πείναν, και βλέποντες ότι διά να αποφύγωσιν έν είδος θανάτου, έμελλον να υποπέσωσιν εις άλλο σκληρότερον, ηναγκάσθησαν να καταφύγωσιν εις ένα τρόπον σωτηρίας, τον οποίον μόνον τα ανίκητα ταύτα αίτια καταστήνουσιν ολιγώτερον επονείδιστον.

Ετρεξε να κρυφθή εις την οικίαν, εξ ανάγκης, επειδή ευρέθη «στα στενά», και δεν έβλεπεν άλλο άσυλον πλέον μακρυσμένον αλλ' ασφαλέστερον. Η γραία άμα εσηκώθη, καταμωλωπισμένη, πλήρης κονιορτού, είδε τους χωροφύλακας, κι' άρχισε να τους ικετεύη. — Αφήστε τον, παιδιά! Παλαβός είναι, δεν είναι τίποτε. Μην τονε σκοτώνετε, παιδιά, με το καμτσί!

Από όρθρου βαθέος επί της κορυφής του όρους, μέχρι οψίας νυκτός εις ήντινα οικίαν είχεν εκλέξει προς διανυκτέρευσιν, τα πλήθη ήρχοντο πυκνά περί Αυτόν, μη σεβόμενα το άσυλόν Του, μη αναλογιζόμενα τον κάματόν Του, απλήστως έρχοντα να τον ίδωσι, να μετάσχωσι των θαυμάτων Του, να ακούσωσι τους λόγους Του. Δεν έμενε καιρός ουδέ όπως φάγη άρτον.

Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν.

Ησθάνθην την κεφαλήν μου ιλιγγιώσαν εκ της απιστεύτου αυθαδείας του ξένου. Ώρμησα κατόπιν αυτού, και τον συνέλαβον από της χειρίδος. — Πού πας; ανέκραξα. Πίσω! Μην ετρελλάθης χριστιανέ! — Κοιμάται ή έξυπνη είνε; μοι απήντησεν απαθώς. — Πού είσαι; Εδώ είνε μέρος ιερόν, είνε άσυλον! — Μην κάμνης θόρυβον, μη την εξυπνήσης, μοι είπεν ησύχως. Δεν ηδυνήθην να τον εμποδίσω και ήνοιξεν ήδη την θύραν.

Έχω επ' αυτής τα δικαιώματα τα οποία μου απένειμεν ο Καίσαρ, και έχω εις τας διαφόρους οικίας μου πεντακοσίους περίπου δούλους· θα ηδυνάμην λοιπόν να περικυκλώσω το άσυλόν της και να την αρπάσω, και όμως δεν το έπραξα ούτε θα πράξω τούτο. — Και διά τούτο η ευλογία του Κυρίου θα απλωθή επί σου, και η καρδία σου θα καθαρισθή είπεν ο Πέτρος.

Απέστειλε λοιπόν τον Μούρτον και τον Βλαχογηωργάκην, εκ των ανδρειοτέρων και πιστοτέρων αυτού συναγωνιστών, τον μεν εις Ακαρνανίαν, τον δε εις Λευκάδα, αυτός δε μόνος επορεύθη εις τα Μετέωρα της Θεσσαλίας, ένθα εύρεν άσυλον παρά τινι των εκεί Ηγουμένων.