United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μοιάζουνε σκαφτιάδες που θέλουν να δείξουν το δρόμο του στον Ασπροπόταμο. Αν το καταφέρουν, χαλάλι τους οι κόποι και τα βάσανα. — Α, να! είπε ξαφνικά με χαρούμενη φωνή ο Περαχώρας· ακούστε κι αν μπορήτε μη θαυμάζετε. — Τ' είνε; τον ρώτησε ο Αλαμανός. — Διαβάστε, παρακαλώ, διαβάστε! του είπε κι ο Γκενεβέζος ανυπόμονα. Σηκώθηκαν μονόγνωμοι και πήγαν κοντά στον καθηγητή να ιδούνε στο χερόγραφο.

Ακούστε τον! ακούστε τον! Με βρίζει κι' όλα . . . με φοβερίζει! ανέκραξεν η γυνή δράττουσα περί τους κροτάφους τους δυο κρεμαμένους θυσάνους της κόμης της.

Κι' ο Πρίαμος κατόπι 365 σηκώθηκε, άντρας με μιαλό ισόβαρο του Δία. Αφτός με λόγια φρόνιμα τους μίλησε έτσι κι' είπε «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι, για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια. Τώρα σαν πριν πηγαίνετε να φάτε μες στη χώρα, 370 κι' απέ στις βάρδιες όλοι σας! και ξάγρυπνοι όλη νύχτα.

Έτσι είπε, κι' όλοι σώπασαν οι άλλοι δίχως λέξη. 95 Μα πρόβαλε ο πολεμιστής Μενέλας και τους είπε «Κι' εμένα τώρα ακούστε με! τι πιο πολύ η δική μου καρδιά πικραίνεται. Θαρρώ πως να χωρίστε τώρα οι διο σας πια, γιατί πολλά περάσατε μαρτύρια για τη δική μου διαφορά και τ' άδικο του Πάρη. 100 Κι' όπιου μας είναι εδώ απ' τους διο γραφτό του να πεθάνει, ας πέσει! μόνε οι άλλοι σας αμέσως να χωρίστε.

— Τ' έχουν τα χείλια σου, Ζαχιά, κ' είνε βαθιά βαμμένα; Μην έφαες χαμοκέρασα, μην έφαες βάτου μούρα, Μην τάβαψες με τη βαφή που βάφεις και τ' αρνιά σου: — Ουδ' από χαμοκέρασα, ουδ' από μούρα εβάψαν, Ουδ' από εκείνην τη βαφή που βάφω και τ' αρνιά μου. Ακούστε με, μωρέ παιδιά, να σας το μολογήσω.

Αλλά ο Θεός, καθώς θα το ακούστε, την ελυπήθηκε. Λυπηθήτε την, και σεις άρχοντες! Εκείνη την ημέρα, ο Τριστάνος κι' ο Βασιληάς κυνηγούσαν μακρυά, κι' ο Τριστάνος δεν έμαθε αυτό το έγκλημα. Η Ιζόλδη εκάλεσε δυο σκλάβους: τους έταξε ελευθερία και εξήντα χρυσά Βυζαντινά, αν έδιναν όρκο ότι θα κάνουν το θέλημά της. Ωρκίσθηκαν. «Θα σας παραδώσω λοιπόν, είπε, μια κόρη.

Τον επήγαν μπροστά στο Βασιληά. «Μεγαλειότατε, είπεν ο μάγος, διατάχτε τους κυνηγούς σας νάχουν έτοιμα τα λαγωνικά και να σελλώσουν τάλογα. Πέστε ότι εφτά μέρες κ' εφτά νύχτες θα λείψετε στο δάσος για κυνήγι, και να με κρεμάστε από της διχάλες, αν απόψε κι' όλα δεν ακούστε τι λόγια λέει ο Τριστάνος στη Βασίλισσα». Έτσι κ' έκανε ο Βασιληάς, αν και όχι με την καρδιά του.

Τα δύο παιδία μετέλαβον της ιεράς Κοινωνίας, και η οικογένεια όλη επέστρεψεν άμα τη ανατολή του ηλίου εις τον μύλον της. — Ακούστε εμέ να σα πω! Να μην ανοίγετε χαρτί! . . . Να μην ακούτε το δάσκαλο! . . . Να μη φοβάστε τσ' πατεράδες σας! . . . Να δέρνετε τσ' μαννάδες σας! . . .

Τι σ' όλους τους θεούς μπροστά τότ' είπε με καμάρι 100 Ακούστε με, όλες οι θεές, κι' όλοι οι θεοί ν' ακούστε, για να σας πω όσα μου ποθεί μέσα η καρδιά στα στήθια.

Κι' είχαν αντίκρυ συντυχιά στο κάστρο απάνου οι Τρώες 345 πυκνή χιλιόφωνη, μπροστά στου βασιλιά τον πύργο. Και πρώτος πιάνει ο γνωστικός Αντήνορας το λόγο «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι, για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.