United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βγήκε, πέρασε από το Καπελιό, κι αφού συναγροικήθηκε με μερικούς άλλους, τράβηξε κατά τα Τούρκικα, από τόπους αδιάβατους πάντα, με σωστή λαγού περπατηξιά. Χώθηκε ανάμεσα στα πλοκάμια ενός βάτου, ως διακόσια βήματα από του Σουλεημάνη τα δέντρα. Μάζευαν ελιές οι μαζώχτρες τους. Ο Τούρκος όμως δεν φαίνουνταν πουθενά.

Νάξερες πως κι' η πλιο μικρή Γλυκειά σταλαματιά του Μέσ' 'ς την καρδιά μου αρίφνητα Μου ξανανοιώνει μάγια. Νάξερες, ώμορφο βουνό. Τι πόθους μου ξανάφτει Κ' ένας ανθός σου ταπεινός Με τη μοσχοβολιά του. Νάξερες πως κι' η μυρουδιά Του χόρτου σου, του βάτου, Ονειροβότανου ακριβού Για εμένα μυρουδιά είναι!

Και η Αφέντρα διηγείτο με ολίγας λέξεις, πώς η εκ του γαστροκνημίου ανδρός τη βοηθεία βάτου μαιευτήρος γεννηθείσα ηγαπήθη υπό του βασιλέως και είτα τη διαβολή της πενθεράς της εγκατελείφθη υπ' αυτού καταδικασθείσα να βόσκη χήνας. Στο δέντρο μ' ανέβασε, γρηά μ' εξεπλάνεσε. Και η Αφέντρα κύπτουσα εφύσα το πυρ, διακοπτομένη μόνον διά να είπη εις τα τέκνα της·

Αλλ' ως ήτο γενναία πάλιν εγείρεται, πλην συλληφθείσα υπό της αυθάδους βάτου ξεσχίζει ολίγον το φουστάνι της, διά το οποίον αργότερα, παρελθόντος του φόβου, εφώναζε και εβλασφήμει ασκόπως. Αι δύο αδελφαί κατακίτρινοι εκ του τρόμου, είχον αποσυρθή μακράν εις το άκρον κάτω, χωρίς και αυταί να το αισθανθώσι καν.