United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο λαλών έδειξεν εις τον ακροατήν τον γέροντα χωρικόν, όστις εξελθών του πρακτορείου των Χαλασοχώρηδων είχε σταθή ενώπιόν των κρατών φυσέκιον τεσσάρων δραχμών, το οποίον ήρχισε κ' εμέτρα διά να ίδη αν ήσαν σωσταίς η δεκάραις.

Το ζώδιον τούτο ελάμβανε την μορφήν εκείνου του σφαγίου, το οποίον είχε θυσιαστή κατά την θεμελίωσιν της οικίας της κτιζομένης εκάστοτε, μετά τον ψαλέντα αγιασμόν. Εάν το σφαγέν ζώον ήτο πετεινός, ο πετεινός έβγαινε συχνά την νύκτα, εξαφνίζων τους ενοίκους, ενόσω η οικία ήτον ορθία ακόμη, και εξακολουθούσε και τώρα να βγαίνη παραπονετικώς, λαλών με φωνήν θρηνώδη επάνω εις τα ερείπια.

Λαλών περί του τμηματάρχου του, πολιού λειτουργού, από τριακονταετίας υπηρετούντος, αρκείται να μειδιά. Άλλος γράφει ποιήματαόχι άσχημααλλ' αδημονεί ότι δεν ήρχισαν ήδη να εξοδεύωνται κατά χιλιάδας αντιτύπων. Ούτος δημοσιογραφείανωνύμως· απορεί δε ότι το κοινόν δεν μαντεύει τα άρθρα του, ουδέ αρπάζει βαθέος έτι όρθρου τα φύλλα της εφημερίδος, ήτις τα δημοσιεύει.

Μεθ' όσης συντομίας απεκρίνετο εις τας ερωτήσεις του φίλου του λαλών περί του έρωτός του, μετά τοσαύτης ήδη αφθονίας λόγου παρεξέτεινε το εγκώμιον της πρεσβυτέρας θυγατρός του Κ. Μητροφάνους. Ίσως ούτως απεζημίωνεν αυτός εαυτόν, καθόσον ομιλών περί εκείνης, ωμίλει περί της νεωτέρας αδελφής. Έθιγε πλαγίως το αντικείμενον, περί του οποίου συνεστέλλετο να λαλήση απ' ευθείας.

Βαθέως τότε συνεκινήθη εκείνη, και είπεν ότι, όταν έλθη, ο Μεσσίας, θα διδάξη πάντα ταύτα· και ο Κύριος είπε τότε την απλήν και φοβεράν αλήθειαν: «Ο λαλών σοι Εγώ ειμι».

Ο Κυρ Γιάννης, ως άνθρωπος φρόνιμος και περιεσκεμμένος, περιήλθεν ικανήν ώραν το εν τη οδώ πλήθος, οσφραινόμενος πανταχού ως ρινηλάτης κύων, λαλών σιγά προς τον ένα, νεύων προς τον άλλον και σφίγγων τρίτου την χείρα, εισήλθε μετά ταύτα εις το γωνιαίον καφενείον, όπου η αυτή περίπου σκηνή της οδού επανελαμβάνετο κατά μικροτέρας διαστάσεις, ανήλθε κατόπιν εις το υπεράνω του καφενείου κατάστημα, εβολιδοσκόπησε τας διαθέσεις του πανταχόθεν πλημμυρούντος κερδοσκοπικού κοινού, και μη ευχαριστηθείς, φαίνεται, κατέβη πάλιν εις την οδόν, όπου ήρχισε νέας διπλωματικάς ενεργείας.

Αλλ' ολόκληρος η τάξις αυτή μετηνάστευσεν εις το ελληνικόν βασίλειον μετά το πέρας του αγώνος· και ούτως αφ' ενός μεν απωρφανίσθη η Ήπειρος των αντιπροσώπων του ιδανικού αυτής, αφ' ετέρου δε οι λέοντες εκείνοι εξεφυλλίσθησαν παρ' ημίν και εγέννησαν συνταγματικούς σκύμνους, κατ' ουδέν διαφέροντας της επιλοίπου γενεάς των λάλων τεττίγων και οικοδομητικών καστόρων.

Οι δημογέροντες τον ήκουον κινούντες την κεφαλήν ως μη πειθόμενοι, ουδ' απεκρίθησαν αφού έπαυσε λαλών, αλλ' ανεχώρησαν εν σιωπή με το πρόσωπον σκυθρωπόν και ανήσυχον το βλέμμα.

Εφαίνετο οινοβαρής και ηκούετο ο μονόλογος και οι ψιθυρισμοί του: «Τέσσαρες δραχμαίς βάσταξ' η ψυχή του; . . . τέσσαρες, όχι παραπάνω.., έχουμε και λέμε, μία, δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε, έξ, εφτά, οχτώ . . . εφτά, οχτώ, εννιά . . . μία δραχμή . . . Έχουμε και λέμε . . . » Κ' επειδή ευκόλως έχανε τον λογαριασμόν, ήρχιζεν εξ αρχής πάλιν. — Τους βλέπεις ή όχι; επανέλαβεν ο λαλών.

Εφ' όσον έχης στόμαχον και σάρκας, η απόλυτος αρετή είνε αυτόχρημα ουτοπία. Μη πιστεύης ότι η επαγωγότης του λόγου είνε ιδιοφυία μόνον· είνε και σοφίας είδος, έστω και αν ο λαλών δεν λέγει μεγάλα πράγματα. Μη μακαρίζης πάντοτε την ευτυχίαν· διότι η ευτυχία του ενός, είνε κατά γενικόν κανόνα απόρροια της δυστυχίας κάποιου άλλου.