United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις το πνεύμα μου ενέμενεν εις στιγμάς αλλοφροσύνης να μη εννοή τι συνέβαινεν. Αλλά τέλος η αλήθεια επεβλήθη, εβίασε την είσοδον του λογικού μου και το εφώτισεν. Ω! Οτιδήποτε άλλο, μα όχι αυτό! Όχι τέτοιο βασανιστήριον! Όχι τέτοιος θάνατος! Εκπέμπων αγρίας ωρυγάς απεσύρθην από το χείλος του φρέατος και κρύπτων το πρόσωπον εις τα δύο χέρια μου έχυσα πικρά δάκρυα.

Ανήρπασεν αυτήν επί των πτερύγων του, χωρίς να συλλογισθή μήτε της μητρός του την ενδεχομένην οργήν, μήτε τα λοιπά του τολμήματός του επακόλουθα, και την έφερεν, ως είδομεν, εναέριον εις το εξοχικόν του μέγαρον, όπου και την επεσκέπτετο πάσαν νύκτα, άγνωστος και μυστηριώδης, κρύπτων τους έρωτάς του από τον μητρικού όμματος υπό τον πέπλον της νυκτός.

Αλλ' όταν το δάκτυλον της Ειμαρμένης στηλωθή εις σελίδα υπό της χειρός της ανοιχθείσαν, όταν ο κρύπτων τα μετέπειτα πέπλος σχισθείς αποκαλύψη τας όπισθεν αυτού συμφοράς, τότε διαλύεται η πλάνη, τότε επέρχεται αφύπνισις σκληρά, τα δε όνειρα διαδέχεται η απελπισία. Το βλέπω εγώ το δάκτυλον της Ειμαρμένης, βλέπω την σκιάν του επί του ανοικτού βιβλίου της ζωής μου.

Μετ' απερισκέπτου θρασύτητος, και κρύπτων τας καλλιτέρας αφορμάς αίτινες τον είχον φέρει εκείσε, ο Πέτρος αν και είχε νουθετηθή ήδη, αλλά μάτην, προέβη εν τη αυλή προς την ανθρακιάν την καίουσαν εν τω κέντρω, και εκάθισεν εις το μέσον των υπηρετών των Ιερέων, ενώπιόν των οποίων ο Κύριός του την στιγμήν εκείνην δέσμιος είχε προσαχθή υπό κατηγορίαν θανάτου.

Και ο μεν Άρπαγος ουδέν είπε μη αληθές, ο δε Αστυάγης, κρύπτων τον θυμόν του, διηγήθη εις τον Άρπαγον όσα ήκουσεν από τον βουκόλον, έπειτα δε ετελείωσε λέγων· «Αφού το παιδίον υπάρχει, όλα έχουσι καλώς, διότι πολύ είχον λυπηθή δι' εκείνο το οποίον ενόμισα καθήκον μου να πράξω προς το παιδίον εκείνο, και μεγάλην ησθανόμην αμηχανίαν εκτεθείς εις τας υποψίας της θυγατρός μου.

Η κόρη απεσύρθη ολίγον εις το σανίδι και στραφείσα τον ητένισε με πονηρόν μειδίαμα: — Πλεια ώμορφη κιαπού τη Ζερβουδοπούλα; του είπε. — Όι, όι, είπεν ο Μανώλης κρύπτων το πρόσωπον με τα χέρια του. — Δεν τσ' είπες κιαυτηνής τα ίδια; — Δεν το ξανακάνω ... θεόψυχά μου, δεν το ξανακάνω. — Και δεν την αγαπάς καθόλου, καθόλου; — Καθόλου. — Παίρνεις όρκο; — Θεόψυχά μου δε σούπα;

Και αν δε ο κίνδυνος ούτος είχε παρέλθη, αλγεινόν θα ήτο εις την φιλήσυχον οικογένειαν της Βηθανίας το να γείνη η εστία ανευλαβούς περιεργίας, και να εξετάζηται περί των κρυπτών εκείνων πραγμάτων τα οποία ουδείς ποτε είχεν αποκαλύψει. Κάτι φαίνεται άρα ότι εσφράγισε τα χείλη των Ευαγγελιστών εκείνων, το δε πρόσκομμα τούτο είχεν εκλίπη πλέον όταν το Ευαγγέλιον του Ιωάννου είδε το φως.

Ο Μαναή εξήλθε, κρύπτων το πρόσωπον. Οι συνδαιτημόνες ανυπομόνουν ακόμη περισσότερον και εβαρύνοντο. Αίφνης, κρότος βημάτων αντήχησε εις τον πρόδρομον: η δυσφορία καθίστατο αφόρητος. Η κεφαλή εισήλθεκαι ο Μαναή την εκράτει από την κόμην βρενθυόμενος διά τα χειροκροτήματα. Την έθεσεν εντός πίνακος και την προσέφερεν εις την Σαλώμην. Εκείνη ελαφρά ως δορκάς ανέβη επί της εξέδρας.

Αφού δε την έλαβε, την μεν ημέραν δεν ενόμισεν ασφαλές να την μεταχειρισθή, αλλά νύκτα και κρύπτων αυτήν υπό το ένδυμα του εξήλθε μόνος εις το προάστειον και ήρχισε να κρούη και να πλήττη τας χορδάς.