United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετραύλιζεν, ετραύλιζε πάντοτε. Εφώναζεν αίφνης: «Να την! την βλέπωΕφαντάζετο ότι βλέπει πάντοτε την καντίναν με τον φερετζέν και με το τσιμπουκάκι της. Έκραζεν, έξυπνος ή κοιμωμένη, την κόρην της, παιδίσκην επταετή: «Έλα, μικλό μου! Κατελνιώ μου! καλδιά μ' πονεί...» Και η μικρά ήρχετο πλησίον της και την ενηγκαλίζετο.

Χείμαρρος αισθημάτων συγκεχυμένων, στοχασμών εξ εκείνων τους οποίους ονειρεύεται έξυπνος, πλημμυρεί τον νουν και την καρδίαν του. «Άνευ εμού, λέγει καθ' εαυτόν, τι θα εγίνετο ο Δώγκαν; «Εις τον βραχίονά μου οφείλει και θρόνον και ζωήν. Εάν έπρεπε να «βασιλεύη ο ικανώτερος, ήθελεν είναι ούτος ο βασιλεύς της Σκωτίας; »

Το πλήθος και η λευκότης αυτών ανεκάλεσαν εις την μνήμην μου όσα είχον αναγνώση περί των εφημέρων, και μετ' αυτών όσας η τύχη των εντόμων τούτων μοι υπηγόρευσε πολλάκις, εν συγκρίσει προς την ανθρωπίνην, μελαγχολικάς σκέψεις. Γνωστόν είνε ότι μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως υπάρχει μέση τις κατάστασις, κατά την οποίαν ούτε εντελώς έξυπνος είνε τις ούτε κοιμάται ακόμη.

Ο βασιλεύς ευρισκόμενος περικυκλωμένος από τον ύπνον, λέγει του βεζύρη· εγώ δεν ημπορώ πλέον να διαφεντευθώ από τον ύπνον, και διά τούτο στάσου εσύ έξυπνος έως που εγώ κοιμούμαι· και έχε τους οφθαλμούς σου πάντα σταθερούς εις την πηγήν, και ωσάν ιδής κανένα σημείον ξύπνησέ με. Όμως ο βεζύρης στέκοντας πολλήν ώραν χωρίς να ιδή τίποτε, τον επήρεν ο ύπνος και αυτόν και απεκοιμήθη.

Περί τούτου και μόνου εσκεπτόμην έξυπνος, ή κοιμώμενος ωνειρευόμην. Είχον ήδη μεταβή εις Χίον κρυφίως συμπολίταί μου τινές, επανήλθον δε σώοι και αβλαβείς. Αι εκεί Αρχαί ελάμβανον εκ Κωνσταντινουπόλεως διαταγάς να προσελκύωσι τους επιστρέφοντας των Χριστιανών και να μη τους ενοχλώσι. Ταύτα επληροφορούμην, η δε πείρα των επιστρεψάντων μ' ενεθάρρυνε.

Και ημείς, είπεν ο Γεροστάθης, ενομίζομεν ότι ακόμη κοιμάσαι. — Όχι, απεκρίθη, είμαι έξυπνος προ δύο ωρών. Πλησίον δε του Πέτρου ίστατο μικρόν παιδίον, του οποίου η φυσιογνωμία δεν μας ήτο άγνωστος. — Και ποίον είναι αυτό το καλόν παιδίον; ηρώτησεν ο Γεροστάθης. Ο δε Πέτρος απήντησε

Ναι, είπεν ο Κέβης. Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης. Τι λοιπόν λέγεις; Είπεν ο Σωκράτης. Υπάρχει κανέν πράγμα εναντίον εις το να ζη κανείς, καθώς το να κοιμάται κανείς είναι εναντίον εις το να είναι έξυπνος; Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης. Ποίον; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Το να αποθάνη, είπεν ο Κέβης.

Παρά τους τοίχους, απαστράπτοντας εκ της λευκότητος ήσαν εστηριγμένα προσκεφάλαια μακρά ορθογωνίων σχημάτων· και εκεί εν όλη τη απερίττω ανέσει του ανεπαύετο ο καπετάν-Νικολάκης, ακκουμβών την κεφαλήν του επάνω εις το γόνυ της Θεια-Μυγδαλίτσας, ήτις δεν εχόρταινε να θωπεύη το ζωηρόν πρόσωπόν του, το οποίον τόσους χρόνους δεν έπαυσε να ονειρεύεται και έξυπνος και κοιμωμένη, και κλαίουσα και εργαζομένη, δι' αυτήν μόνον την ευτυχή στιγμήν ζώσα εις τόσην τήκουσαν δυστυχίαν.

Ερωτηθείς διά τίνος τρόπου ήλπιζε να κατορθώση τούτο, ηρκέσθη ν' απαντήση ότι η απόλυτος μυστικότης ήτο απαραίτητος όρος επιτυχίας και ότι ήτον εξ ίσου βέβαιος ότι θα επιτύχη όσον και ότι θα δύση ο ήλιος εις την θάλασσαν μετά μίαν ώραν. Ο Πάτερ Βαρνάβας εφημίζετο ως έξυπνος άνθρωπος.

Την ερχομένην βραδιάν όταν επλαγιάσαμεν εις την κλίνην ομού, εγώ εκαμώθηκα πως αποκοιμήθηκα και ευθύς τότε νοιώθω να μου αποθέτη εις το αυτί ένα κάποιον τι, το οποίον εκατάλαβα ότι ήτο το υπνοβότανον· όμως αυτό επειδή ήμουν έξυπνος δεν έκαμε καμμίαν ενέργειαν τότε.