United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευλαβώς εκτελούνται αι τερατώδεις ιδιοτροπίαι της Κίρκης. Και το καθήκον ολονέν λησμονείται και η άβυσσος μικρόν κατά μικρόν εγγίζει. Εις τα σπάνια φωτεινά διαλείμματα, εργάζεται πυρετωδώς.

Τώρα όμως φαίνονταν όλα φωτεινά, και τα χρώματα στη θάλασσα στρωτά και καλοβαλμένα. Σε κάθε κομμάτι του νερού ένα δαχτυλίδι από ήλιο· σ' αρκετό πλάτος πολλά θρύψαλα ήλιος· σε κάθε βάρκα πάλιν ο ήλιος για να λαμποκοπά στα φτερά των κουπιών, και να περνά με ασημένιες λάμες την ίδια στιγμή τη θάλασσα.. Μπροστά στην πλώρη πολλοί ναύτες παίζανε.

Ήτανε γεμάτος από τους παλιούς κόσμους του χωριού και της πολιτείας κι' ήθελε να ξεχάσει, να εξατμισθεί στον ανοιχτόν αέρα. Η θάλασσα σιγομιλούσε μ' ένα πλιφ-πλαφ στα πλευρά του καραβιού, δε μπορούσεν όμως να καταλάβει τι έλεγε. Εδώ κι' εκεί στιγματιζόταν από φωτεινά ξεφλύδια και της γνώριζε τ' ασημένια ψήγματα του χαμογέλιου της.

Της έβγαλε τον πλούσιο πορφυρό μαντύα, και χαριτωμένο φάνηκε το σώμα της στη λεπτή τουνίκα και στο μεγάλο μεταξωτό φόρεμα. Κ' η Βασίλισσα δε μπόρεσε να κρατήση τα γέλοια σαν θυμήθηκε τον καλό γέρω-ερημίτη που είχε σκορπίση και της τελευταίες οικονομίες του, για να την στολίση. Η ρόμπα της είναι πλούσια, λεπτά τα μέλη της, τα μάτια της γαλανά, και φωτεινά τα μαλλιά της σαν ακτίνες του ήλιου.

Την είδα.. . ω! τι μάγουλα! τι μάτια λιγωμένα! μ' ενθύμησε της ωμορφιαίς της κλασικής πατρίδος· τόσον καιρό με πρόσωπα εσυγκινούμην ξένα, και επεθύμησα μορφήν γνησίας Ελληνίδος. Επόθουν κάλλος φλογερόν μεσημβρινού ηλίου με χείλη ολοπόρφυρα και μάτια φωτεινά, ήθελε θέρμην η αυγή του νεαρού μου βίου, και όχι κρύο Ρούσσικο, που κρύσταλλα γεννά.

Άνω σχετικώς προς το σύμπαν δηλοί την διεύθυνσιν καθ' ην η φλοξ και τα φωτεινά σώματα κινούνται. Το άνω μέρος αυτών είναι εστραμμένον προς διεύθυνσιν μέσην μεταξύ του άνω και του κάτω μέρος του παντός. Κατά τον Αριστοτέλη η ζωική τροφή εν τη τελική μορφή αυτής είναι το αίμα. * &Εκ των τριών μερών του ζώον κυριώτερον το μέσον. Τα φυτά και τα έντομα διαιρούνται, ουχί όμως τα ανώτερα ζώα.&

Την έβλεπε να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά μάτια της και ν' αργολέγη με αδύνατη φωνή: — Πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε!... πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε! ... Και πού να ζητήοη, πού να εύρη ησυχία.