United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υπέμενεν ώστε οι ψευδείς κατήγοροί Του και οι ψευδείς ακροαταί των να περιπλέκωνται εις τα δίκτυα των ιδίων κακοβούλων ψευδών των, και η σιωπή του αθώου Ιησού εξιλέου τας πάλαι δικαιολογίας του ενόχου Αδάμ. Αλλ' η μεγαλοπρεπής εκείνη σιωπή τους ετάραττε, τους συνέχεε, τους εμώραινε. Κατεβάρυνεν αυτούς με αφόρητον το άχθος της αυτοκαταδίκης.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Ω, ησύχασε, κυρία! ΕΙΡΑΣ. Απέθανε και αυτή, απέθανεν η βασίλισά μας. ΧΑΡΜΙΟΝ. Κυρία. ΕΙΡΑΣ. Κυρία. ΧΑΡΜΙΟΝ. Ω κυρία, κυρία, κυρία! ΕΙΡΑΣ. Βασίλισσα της Αιγύπτου, αυτοκράτειρα. ΧΑΡΜΙΟΝ. Σιωπή, σιωπή, Ειράς. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είμαι πλέον η απλή γυνή, έχουσα τα αυτά πάθη με την χωρικήν, η οποία αμέλγει και εκτελεί τας βαναυσοτάτας εργασίας.

Επρόσφερεν εν σιωπή το προσόψιον εις τον άνδρα της, εκείνος δε εσπογγίσθη, εφόρεσε το ράσον, έθεσεν επί κεφαλής το καλυμμαύχιον, εφίλησε την σύζυγόν του εις το μέτωπον και εξήλθε κρατών εις χείρας τα κλειδία της Εκκλησίας.

Αλλά καθώς εις του Αριόστου τας μάχας, οπόταν δύο κλεινοί ήρωες έλθωσιν εις χείρας, ταπεινούσι τα όπλα και ίστανται εν σιωπή την πάλην θεωρούντες οι λοιποί μαχηταί, ούτω εσιώπησαν αλλεπάλληλοι και οι εν τη οιναποθήκη, ότε ο παλιός αββάς του Αγ.

Το μόνον το οποίον μας διηγείται ο Ευαγγελιστής είνε ότι, ρίψας οιονεί Εαυτόν εν πλήρει εμπιστοσύνη εις την προστασίαν των μαθητών Του των από της Γαλιλαίας και των εν Ιερουσαλήμ, ευρέθη αίφνης καθήμενος εις μίαν των μεγάλων στοών των ανοιγομένων προς τας αυλάς του Ναού, και εκεί εδίδαξε. Προς καιρόν τον ηκροάσθησαν εμβρόντητοι εν σιωπή.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Εκείνο που τους 'μέθυσε, καρδιάεμένα δίδει· εκείνο που τους 'δρόσισεν, εμένα με φλογίζει!... Τι είναι τούτο; — Σιωπή!... Η κουκουβάγια ήτον, ο κράκτης ο απαίσιος, που άγρια φωνάζει την μαύρην καλήν-νύκτα του! — Ο Μάκβεθ είναι μέσα, η θύρα είναι ανοικτή, κ' οι δούλοι μεθυσμένοι εμπαίζουν το καθήκον των με τα ροχαλητά των.

Αλλά και αύτη η ψευδορκία ανετράπη άρδην, και ο Ιησούς ήκουεν εν σιωπή ενώ οι διηρημένοι εχθροί Του απελπιστικώς συνέχεον αλλήλων τας μαρτυρίας. Η ενοχή πολλάκις κατέρχεται εις δικαιολογίας όπου η αθωότης μένει άφωνος.

Στην αρχή ο Ιστένε έσκυψε το κεφάλι μέχρι που το έβαλε σχεδόν ανάμεσα στα γόνατα, έπειτα ανασηκώθηκε, άρπαξε τα πόδια του επιτιθέμενου και τον τράνταξε ολόκληρο, μη μπορώντας όμως να τον ρίξει κάτω του δάγκωσε το γόνατο. Δε μιλούσαν και η σιωπή τους έκανε τραγικότερη τη σκηνή.

Επί τέλους κατέθεσεν ο Νέγρης τον κάλαμον και με ηρώτησε τι θέλω. Προέτεινα εν σιωπή την χείρα και έδωκα την επιστολήν. Αφού την ανέγνωσε, μ' επροσκάλεσε να καθίσω επί του μόνου κενού παρ' αυτόν ψαθίνου καθίσματος και ήρχισε να με εξετάζη τι γνωρίζω και τι παρ' αυτού επιθυμώ.

Τώρα όμως, στο σπίτι με τις θείες, είμαι όπως εκεί…. και δεν ξέρω…Μια φωνή που είχε κάτι το κοροϊδευτικό διέσχισε τη σιωπή της πλαγιάς, πάνω από τους δυο άντρες, και ο Τζατσίντο πετάχτηκε επάνω έκπληκτος νομίζοντας ότι κάποιος είχε ακούσει την ιστορία του και τον περιγελούσε.