United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με ποια μελαγχολία παρακολουθούσαμε τις αλλαγές της φύσης, πώς θεριζόντανε τα λιβάδια με τα λαμπρά άνθη τους, πώς κιτρινίζαν τα σπαρτά και τα καλάμια ψηλώνανε και φουντώνανε στο γιαλό και σχηματίζαν ένα πυκνό πράσινο δάσος με μενεξεδένιες κορυφές εκεί που πριν έσπαζε το κύμα παιγνιδιστό απάνω στις πέτρες.

Πόσον ο άνθρωπος γίνεται παιδί έξω εις την χλόην! — Κοίταξε αυτή η παπαρούνα, έλεγεν η Σοφούλα, σαν τα μάγουλα της μητέρας δεν είνε; Και εγελούσαν. — Να αυτοδά το μικρούτσικο, να τα ξεσκώσης, Σοφούλα, είπεν η Δεσποινιώ, παρουσιάζουσα μικρόν εύμορφον ανθύλλιον. Να το κεντήσηςτο ποκάμισό σου το νυμφικό. Καμμιά δεν θα τώχη. — Αχ! τι ώμορφο! Ναι, τα φυλλάκια θα τα κεντήσω με πράσινο μετάξι.

Ευλογητός ο Θεός! φώναξε· αφού είναι γερμανός, μπορώ να του μιλήσω. Ας τον φέρουνε στη φυλλωσιά μου. Αμέσως φέρνουνε τον Αγαθούλη σ' ένα κιόσκι με κολόννες από πράσινο και χρυσό μάρμαρο και με καφάσια, πούχανε μέσα παπαγάλους, κολύβρια, φραγκόκοττες κι' όλα τα σπανιώτερα πουλιά.

Πέρα όμως, μακριά, το μάτι ξάνοιγε στο πράσινο και οι ομάδες των αλόγων και των πουλαριών έδιναν μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια στο τοπίο. Ο ήχος του ακορντεόν έφτανε μέχρι εκεί πάνω.

Όταν τα ξανάνοιγε έβλεπε την κιτρινωπή δημοσιά να χάνεται ανάμεσα στο πράσινο και το γαλάζιο του ορίζοντα, επάνω προς τα βουνά του Νούορο και κάτω προς τη θάλασσα της Μπαρονία, και του φαινόταν πως έτσι ζούσε πάντα, στην άκρη ενός δρόμου που είχε διανύσει τον μισό και τον άλλο μισό τον είχε μπροστά του.

Τι βάμμα όμως να προτιμήση; Γαλάζιο, μαύρο, κόκκινο, βυσσινί; ή να βάλη καλήτερα ξανθό, καστανό, πράσινο, σταχτί; Μα τάχα και το κίτρινο δεν είν' ώμορφο; 'Αμ' εκείνο το σοκολατί πάλε τι σου λέει! — Γειά σου, κυρά νύφη· είπε στην κοπέλλα αναμπαιχτηκά· δε μου δίνεις και συ μια γνώμη; Σηκώθηκε ορθή. — Τι γνώμη;

Μιαν άλλη φορά στην πρώτη παράσταση τηςΒαντάγιας της Λαίδης Windermere»& το κοινόάνθος της αριστοκρατίας και της υψηλής μπουρζοαζίας του Λονδίνουκάλεσε στη σκηνή δέκα φορές τους ηθοποιούς και στο τέλος ζήτησε ξεφρενιασμένα τον συγραφέα. Τον παρακάλεσαν με τρόπο. Εβγήκε επιτέλους από τα παρασκήνια μ' ένα πράσινο γαρύφαλλο στη μπουτονιέρα του φράκου του κ' ένα σιγάρο στο χέρι.

Ενώ σάλεβεν ακόμα τη δύναμί του ο πλάτανος και το πράσινό του ήταν σαν καμπάνα της χαράς που χτυπά στο διάστημα, τα στρογγυλά σύννεφα του φθινόπωρου υψώθηκαν ακίνητα στον ορίζοντακαι τον κύτταξαν. Τότε άρχισε να ετοιμάζεται για το θάνατο.