United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά δύο δε ή τρεις αμοιβαίας φιλοφρονήσεις η φλάσκα εμέσασεν. Αλλ' έμελλον οπωσδήποτε να ψηθώσι τέλος τα δύο σφαχτά, ώφειλε και το πιλάφι να γείνη επί τέλους. Τότε ο Γκιουλής κατεβίβασεν από το πυρ το πελώριον ρακοκάζανον, μετετόπισε και τας δύο σούβλας.

Ο Μανώλης πράγματι, ως να εμάντευσε την εντύπωσιν την οποίαν έκαμεν εις τας γυναίκας τας καθημένας υπό την μεγάλην πλάτανον, ήτο κατασαστισμένος και εφαίνετο προσπαθών να σμικρύνη το πελώριον ανάστημά του και να κρυφθή εις τον πατέρα του δίπλα.

Ο πρωτομάστορης με τον βαρειόν έκαμε τους νενομισμένους τρεις σταυρούς εις το πηδάλιον και έδωκε τον πρώτον κτύπον της ωθήσεως εις το πελώριον σκάφος. Συγχρόνως έπεσαν εν ακαρεί τα κοντοστύλια όλα.

Κατά τα προλαβόντα θέρη, όχι μόνον οίκοι, ένθα εκάπνιζε το μικρόν του τσιμπούκι, αλλά και εις την οδόν, όπου ενεφανίζετο με το τσιγάρον εις το στόμα, και εις το καφενείον, όπου εκάπνιζε δύο ή τρεις ναργιλέδες την ημέραν, παντού επαρουσιάζετο με τα μανίκια του υποκαμίσου λευκά, με μακρόν γελέκυ μισοκουμβωμένον, αναδεικνύον αμέσως τον πελώριον και εμπροσθοκλινή κορμόν του.

Όταν παιδίον διηρχόμην εκεί πλησίον, επί οναρίου οχούμενος, διά να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς μας πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρυν. Οποίον μεγαλείον είχεν!

Να προσπαθήσω ν' αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν' αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν' ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακραίμονας . . . Και αν δεν μ' εδέχετο, και αν μ' απέβαλλεν από το σώμα της και μ' έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου.

Έβλεπεν ότι ο Μανώλης δεν την ενόει και ήθελε να είπη και κάτι άλλο, αλλά το κάτι τούτο ήτο πολύ βαρύ και πελώριον και η γλώσσα της, μεθ' όλην την ευστροφίαν της, δεν ηδύνατο να το κυλίση έξω των χειλέων.

Και επέστρεψεν εις το λογιστήριόν του. — Μα κ' εκείνος ο τελμπεντέρης ο γαμπρός σου, μου έφαγε δυο τάλλαρα θαρρώ . . . Και ωπλίσθη με το πελώριον κατάστιχόν του. — Είνε δίκηο να τα κρατήσω . . . εσένα όσα σου δώσω, θα σου φανούν χάρισμα. Ήνοιξε το κατάστιχον. Αι κατάπυκνοι και μυροβολούσαι σελίδες του καταστίχου τούτου ωμοίαζον με πίονας αγρούς, με γην αγαθήν.

Αντί των προυχόντων Σκοπελιτών, είδε πελώριον κύμα λευκάζον εν τω σκότει, και αντί του σφυρίου του κήρυκος, ήκουσε τωόντι γλυκύτατον ήχον μοναστηριακού σημάντρου, όπερ προ τόσης ώρας εκρούετο περιπαθώς, εξεγείρον τους λάρους και τας αλκυώνας εις την θείαν υμνωδίαν. Ανεμνήσθη ότι εξημέρωνον τα Χριστούγεννα· και θεωρήσας τότε την γυμνότητά του έκλαυσεν.