United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο προφανές ότι, καίτοι έπασχεν, ανελογίζετο προ πάντων το αποτέλεσμα, το οποίον η οδύνη του επέφερεν επί τους παρεστώτας. Ιδών τον Πετρώνιον εσκίρτησε και με τραγικήν φωνήν: — Ουαί! . . . Και συ είσαι αίτιος του θανάτου! Εξ αιτίας σου εισήλθεν εις τα τείχη ταύτα το κακόν πνεύμα, το οποίον δι' ενός βλέμματος απεμύζησε την ζωήν από την καρδίαν της . . . . Συμφορά μου!

Ο γέρων ύψωσε την χείρα και διά του σημείου του σταυρού ηυλόγησε τους παρεστώτας, οίτινες την φοράν αυτήν εγονάτισαν. Ο Βινίκιος και οι σύντροφοί του, εκ φόβου μη προδοθώσιν, εμιμήθησαν το παράδειγμα των άλλων.

Τούτου γενομένου ο αράπης με άγριον βλέμμα κυττάζοντας τους παρεστώτας ανεχώρησε, και εμβήκεν εις τον ίδιον τοίχον, και έκλεισεν ο τοίχος ως και πρότερον.

Ο κάπηλος ως να ήτο συνεννοημένος μαζί του, εξήγαγε ποντικοφαγωμένον τεμάχιον τυροδερματίου, και το επέδειξεν εις πίστωσιν προς τους παρεστώτας. — Να! όποιος δεν πιστεύει, είπε· μονάχα αυτό το κομμάτι απ' ένα τουλούμι μπόρεσε να γλυτώση.

Ο Νέρων εσημείωσε τους στίχους και περιφέρων το βλέμμα του επί τους παρεστώτας: — Ναι, η εκδίκησις θέλει θύματα! Εάν εσφενδονίζομεν την είδησιν, ότι ο Βατίνιος επυρπόλησε την πόλιν ή άλλος τις σημαντικώτερος, και αν τον εθυσιάζομεν διά να δυνηθώμεν να κορέσωμεν την μανίαν του λαού; — Τι είμαι λοιπόν εγώ, ω θεότης; ανέκραξεν ο Βατίνιος.

Αλλ' η κίνησις αύτη έκαμε να πέση εις τα οπίσω η κουκούλα, ήτις εκάλυπτε την κεφαλήν του, και όλον το φως έπεσεν επί του προσώπου του. Ο Γλαύκος, όστις εκάθητο εκεί πλησίον, ιδών την μορφήν του Χίλωνος, ανεπήδησεν από το κάθισμά του και εστάθη έμπροσθεν αυτού. — Δεν με αναγνωρίζεις, Κήφισσε; ηρώτησεν. Η φωνή του είχε τι τόσω το τρομερόν, ώστε ρίγος διέτρεξεν όλους τους παρεστώτας . . .

Μελετοπούλου, και απετελείτο, ως μοι είπον, εκ μεγάλου παραβολοειδούς επαργύρου κατόπτρου, παρήγαγε μαγευτικήν αληθώς εντύπωσιν εις τους παρεστώτας, ων πολλοί το έβλεπον βεβαίως πρώτην φοράν, και δι' αυτό δεν κατώρθωσαν να κρατήσουν την μεγαλόφωνον του θαυμασμού των εκδήλωσιν.

Εισήλθεν, εχαιρέτησε την επιτροπήν και τους παρεστώτας ειπών «γεια σας». Εψηφοφόρησεν, εξήλθεν αμέσως, και συρίξας συνήγαγε το αιπόλιόν του, και απήλθεν εν βοή και κωδωνισμώ.

Όλοι εσίγησαν γύρω· ρίγος διέδραμε τους παρεστώτας και πάντες ύψωσαν τους οφθαλμούς προς τον πάσσαλον. Η κεφαλή του μάρτυρος εκινήθη ηρέμα και ήκουσαν φωνήν οιμώζουσαν κατερχομένην από του ύψους του ιστού: — Συγχωρώ . . . Ο Χίλων έπεσε πρηνής ολολύζων ως θηρίον και με τας δύο χείρας ήρχισε να σωρεύη χώμα επί της κεφαλής του.