United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε Δαρείος, αφού παρήγγειλε και εις αυτόν όσα παρήγγειλεν εις τους Πέρσας, τους απέστειλεν εις τον λιμένα. Καταβάντες δε ούτοι εις την Σιδώνα της Φοινίκης, αμέσως επλήρωσαν δύο τριήρεις, και ομού με αυτάς μίαν ολκάδα από διάφορα πολύτιμα αντικείμενα.

Τους παρήγγειλε μίαν φοράν ακόμη να φιλήσουν τα μικρά, και εξεκινήσαμεν. Η εξαδέλφη την ερώτησεν αν είχε τελειώσει το βιβλίον που τελευταία της είχε στείλει. — Όχι, είπε η Καρολίνα, δεν μου αρέσει, θα σου το επιστρέψω.

Και η μεν βασίλισσα υπεχώρησεν, ως είχεν υποσχεθή· ο δε Κύρος ενεπιστεύθη τον Κροίσον εις τον υιόν του Καμβύσην, τον οποίον ανεκήρυξε διάδοχον του θρόνου, και τω παρήγγειλε θερμώς να τον τιμά και να τον περιποιέται, εάν η κατά των Μασσαγετών επιχείρησις δεν ήθελεν ευδοκιμήσει. Αφού δε έδωκε τας διαταγάς ταύτας και απέστειλεν αυτούς εις την Περσίαν, διέβη τον ποταμόν αυτός και ο στρατός αυτού.

Του ψυκτήρος αυτού γεμισθέντος έως επάνω, εκένωσε πρώτος αυτός όλον το περιεχόμενον, έπειτα δε παρήγγειλε να τον γεμίσουν διά τον Σωκράτη, λέγων συγχρόνως: — Ως προς τον Σωκράτη, ω άνδρες, ηξεύρω ότι το σόφισμά μου αυτό δεν με ωφελεί εις τίποτε· διότι αυτός ημπορεί να πίη όσον θέλει κανείς, χωρίς να υπάρχη μεγαλύτερα ελπίς μήπως ποτέ μεθυσθή.

Ετούτος ο μέγας άνθρωπος, μου είπεν, ήξευρεν ένα μεγάλον αριθμόν σεκρέτα, ήγουν απόκρυφα, όλα πολλά περίεργα. Αυτός από την πολλήν αγάπην που επήρε, μου έδειξεν ένα σεκρέτον πολλά θαυμαστόν, και μου παρήγγειλε κανενός να μη το ειπώ με όρκον.

Ο Καλίφης τότε του είπε, πως ας μην έχη κανένα φόβον εις το να παρέβη τα όσα του παρήγγειλε.

Αλλά τον εβοήθησεν, ως λέγεται, ο Περδίκκας, ο οποίος ωρκίσθη προς τον Αλέξανδρον εις όλους τους θεούς και εις τον Ηφαιστίωνα ότι, ενώ εκυνήγει, ενεφανίσθη προς αυτόν ολοφάνερα ο θεός και του παρήγγειλε να είπη προς τον Αλέξανδρον να μη κακοποιήση τον Αγαθοκλήν, καθότι δεν εδάκρυσεν εξ απιστίας, ούτε διότι εθεώρει ως νεκρόν τον Ηφαιστίωνα, αλλά διά την ανάμνησιν της παλαιάς των φιλίας.

Να αρνηθή εις τον αυθέντην του, όστις του έδιδεν άρτον; Να λησμονήση την ρητήν παραγγελίαν της θνησκούσης θείας του; — Αυθέντη, είπε τέλος, η θειά μου μου παράγγειλε να τα διαβάσω μοναχός μου. Ο κ. Λευκόπουλος ητένισε βαθύ βλέμμα επί την μορφήν του μικρού υπηρέτου του, και τω είπεν ευμενώς·Καλά σου παρήγγειλε. Να πας εις το σχολείον, παιδί μου, . . . . να πας.

Τότε ο δούλος τον εβεβαίωσε μεθ' όρκου εις τον Προφήτην ότι αληθινά τον έστειλεν ο αυθέντης του να τον προσκαλέση εις το συμπόσιον και τον παρήγγειλε το φόρτωμά του να το βάλλη από μέσα εις την αυλήν και αυτός να υπάγη εις το τραπέζι· διότι τον καρτερούν.

Αλλ' επειδή οι θρήνοι δεν κατέπαυον, πάλιν ο δήμαρχος παρήγγειλε «της παλαβής» να ησυχάση. Απαρηγόρητος, κλαίουσα θλίψις! Κλείσθητι καλλίτερον εις τας βαθυτέρας της καρδίας κρύπτας. Δεν έχεις το δικαίωμα να διακόπτης την χαράν των άλλων! Εβράδυασεν.