Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Ο βασιλεύς θεωρώντάς με με προσοχήν λέγει του περιβολάρη· είνε αλήθεια ότι αυτός ο δούλος σου λαλεί το τζιβούρι, και τραγωδεί με πολλήν νοστιμάδα; Ναι, ω βασιλεύ, του απεκρίθη ο γέρων έχει μίαν φωνήν που λογιάζω παρόμοια να μην ηκούσθη. Εγώ είμαι περίεργος να τον ακούσω, απεκρίθη ο Σουλτάνος, ας ιδούμεν εκείνο που ηξεύρει να κάμη.
Και ο Αμπτούλ ευθύς της έδωκεν εις τας χείρας ένα τζιβούρι, και το ελάλησε με τόσην νοστιμάδα, που ο Καλίφης μην ημπορώντας πλέον να υπομείνη εφώναξε λέγοντας· Ω φίλε, μεγάλης ζήλιας είνε η τύχη σου· οι μεγαλύτεροι βασιλείς του κόσμου δεν είνε τόσον ευτυχισμένοι ωσάν του λόγου σου.
Εμπρός, ως που να έβγουν οι πάτοι των υποδημάτων σου αυτών, και να μην έχη πού να πατήση η νοστιμάδα σου.... ΡΩΜΑΙΟΣ Διά να ξεπατώση το πνεύμα σου . ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Βοήθεια, Μπεμβόλιέ μου, κ' εχάθηκα! Αι; δεν είναι καλλίτερα έτσι παρά να μου βογκάς από έρωτα; Τώρα μου αρέσεις· τώρα είσαι ο Ρωμαίος οπού θέλω. ΡΩΜΑΙΟΣ Κύτταξ' εκεί· τι είναι αυτό που έρχεται; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ένα πανί! ένα πανί!
Δεν ημπορώ, ω κύριε μου, να σου διηγηθώ το κάλλος της και την νοστιμάδα της· ή η φύσις την είχε κάμει τόσον ωραίαν, διά να δείξη τα μεγαλεία της, ή η φλόγα του έρωτός μου την έκανε να μου φαίνεται έτσι πολλά εύμορφη· μα ως τόσον εγώ ενθυμούμαι πως έμεινα εκστατικός από την ευμορφάδα της.
Την ίδια εικόνα μεταχερίζεται πάλε, γιατί η πρώτη πάλιωσε και του χρειάζεται άλλη που να μοιάζη με την πρώτη. Πολύ γρήγορα χάθηκε η λέξη, γιατί δεν είχε πια καμιά νοστιμάδα για το λαό και δεν έβλεπε κανείς τι μπορούσε να πη ρις . Πιο έφκολα μας έρχεται να καταλάβουμε τι σημαίνει μύτη.
Τι; Θα τους κατηγορήσουμε τώρα; Οι μικροπολίτες είναι δικοί μας, ας είναι και δασκάλοι. Μήπως δεν έχει κάθε έθνος τους δικούς του; Εγώ τους γνώρισα τους μικροπολίτες και τους αγαπώ. Κάμποσο διασκέδασα μαζί τους. Είχαν αλήθεια πολλή χάρη και νοστιμάδα. Πόσο βάσταξε η Μικρόπολη, δεν το ξέρω να σας το πω.
Ως το τέλος βαρεμένο, Και πολύ περιορισμένο, Μην ηξέροντας τι έχει, Στην καλή του μάνα τρέχει· 430 Έχω από καιρό, της λέγει, Που ο τόπος δε με στρέγει· Η βοσκή μας δε σαρκόνει, Και παράνω με σκοτόνει· Τα τριφύλλι που αγαπάω, 435 Παρανόρεχτα μασσάω. Και η πρώτη νοστιμάδα Στα νερά δεν έχει αράδα.
Και αφού μου έκαμε και άλλα χάδια, με έβαλεν εις ένα χρυσόν κλουβί, και το εκρέμασεν εις τον χοντζερέ της. Κάθε ημέραν οπόταν αυτή εξυπνούσεν, εγώ ελαλούσα με πολλήν νοστιμάδα, και οπόταν ήρχονταν να μου δώση τίποτε να φάγω, αντί να φαίνομαι αγριωμένον, άπλωνα τες φτερούγες μου, και επλησίαζα φέροντας την μύτην μου διά να λάβω το φαγί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν