United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα αυτά τα έβλεπες αντικρύ σου ως τελείαν εικόνα αριστοτέχνου αληθώς, εκείθεν της λίμνης από τον λευκόν οικίσκον του μπάρμπα-Κωνσταντή του Μιτζέλου, καθώς και από το ναυπηγείον, το οποίον εφαίνετο απέναντι, εντεύθεν της λίμνης.

Το πλήθος εις το ναυπηγείον συνωθείτο τώρα περί την καλύβην του πλοιάρχου όπου η μεγαλοπρεπώς στολισμένη καπετάνισσα μετά προθυμίας και αβρότητος προσέφερεν εις όλους γλυκίσματα και ποτά. Αλλά συ ησθάνεσο τόσην πικρίαν εις τον ουρανίσκον, ως να είχεν αναβή η χολή σου όλη κ' εχύθη προώρως εις το στόμα σου.

Ω! πόσα έτη παρήλθον έκτοτε! Εχωρίζετο η λίμνη από της θαλάσσης διά πλατείας λωρίδος γης αμμώδους και κισσηρώδους, της οποίας μέρος ήτο το ναυπηγείον της πόλεως και μέρος ήτο ο σικυών του Παρρήση.

Μόνον περί τα μέσα του Αυγούστου, ότε το τρίτον και ογκωδέστατον των ναυπηγηθέντων πλοίων είχε τελειώσει ήδη, επήγες και συ μετά πολλού πλήθους εις το ναυπηγείον, όπως ίδης την καθέλκυσιν του μεγάλου σκάφους, Το θέαμα ήτο επιβλητικόν, όπως λέγουσι σήμερον. Όλη η πολίχνη είχεν ερημωθή σχεδόν, και κόσμος πολυάριθμος επλήρου την μεγάλην μεταξύ της λίμνης και του λιμένος λωρίδα.

Οι μαστόροι, καθώς και οι πολλοί επισκέπται, οι περιπατηταί της εσπέρας, οίτινες ήρχοντο να συγκοπιάζωσι και αυτοί με το βλέμμα εις τους ιδρώτας των άλλων κ' ενίοτε να τους χασομερώσι με τας ακαίρους ερωτήσεις των, διασκελίσαντες τα παντού εσκορπισμένα ανά το ναυπηγείον &βουβά&, δοκούς και στραβόξυλα, συνήχθησαν όλοι εν συγκεχυμένω βόμβω περί την μικράν καλύβην του πλοιάρχου, ήτις ήτο πλήρης τάκων και τεμαχίων ξύλων και σπειρίδων με εργαλεία καί τινων ενδυμάτων και κλινοσκεπασμάτων, διά να πίωσιν όλοι το &τσίπουρο& από μεγάλην χιλιάρικην φιάλην, με το αυτό ποτήριον όλοι.

Είς το ναυπηγείον μία μόνον βρατσέρα και δύο βάρκαι μικραί υπήρχαν σκαρωμέναι.

Επλησίαζεν ήδη εις το Ναυπηγείον, όπου τότε ετελείωνεν η πόλις, επεριπάτει δε εισέτι παρά τον αιγιαλόν, ότε είδεν αίφνης μακρόθεν τον Λιάκον, τον αγαπητόν του Λιάκον, εξερχόμενον της πόλεως. Μειδίαμα ευχαριστήσεως εφαίδρυνε το στρογγύλον πρόσωπον του Κ. Πλατέα.

Πόθεν άρα ωρμήθη να το κάμη; Ίσως διότι ήλπιζε διά της εθελοθυσίας ταύτης, της προσφερόμενης εις την φειδωλήν Μοίραν, ν' αξιωθή να γείνη και αυτός πλοίαρχος μίαν ημέραν; ίσως και απλώς διά να τον ιδή η Πολύμνια; Ούτε το έν, ούτε το άλλο. Ο Χριστοδουλής είχεν έλθει, ολίγον αργά εις το ναυπηγείον, όταν είχεν αφαιρεθή η σανίς η χρησιμεύουσα ως κλίμαξ και αι αντηρίδες είχαν ήδη υποσκαφή.

Δεν της ήρεσκεν, ως έλεγε, να έχη γαμβρόν αστεφάνωτον να συχνάζη στο σπίτι, αφού είχε θάρρος από πριν, ως συντεχνίτης και παραγυιός του ανδρός της. Και η ανδραδέλφη, χήρα, ηλικιωμένη, με ένα παίδα έφηβον, εργαζόμενον επίσης εις το ναυπηγείον, και έν άλλο παιδίον κ' έν κοράσιον ανήλικα, εδέχθη κατ' οίκον το νέον ανδρόγυνον.