United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και άλλοι μεν εθαύμαζον το πράγμα, άλλοι δε εγέλων και μερικοί υπώπτευον μήπως εκ της υπερβολικής μιμήσεως έπαθε πραγματικώς εκείνο το οποίον υπεκρίνετο. Αλλά λέγεται ότι και ο ίδιος, όταν συνήλθε, τόσον μετενόησε δι' όσα έπραξεν, ώστε εκ της λύπης του ησθένησε διότι ενομίσθη ότι αληθώς είχε παραφρονήση.

Δάσκαλε, είπε, φέρον την χείρα εις το ους το παιδίον, γιατί ενώ το χαρτί μας μέσα λέει ότι η Επτάνησος αποτελείται από επτά νήσους, υστέρα βγαίνουν δέκα στο μέτρημα; — Τας εμέτρησες εσύ; — Ταις εμέτρησα, να! Και ήρχισε να μετρή επί των δακτύλων του, «Κέρκυρα, Κορφοί, Λευκάς, Αγία Μαύρα» κτλ. Οι άλλοι συμμαθηταί του εγέλων εν χορώ διά την πολυπραγμοσύνην του.

Το βέβαιον είνε ότι ουδέποτε είχαν υποπτευθή ότι είχον οιανδήποτε έννοιαν αι λέξεις όσαι ήσαν τυπωμέναι εντός των βιβλίων των. Ως διά να «μην τους χαλάση την καρδιά», επειδή εγέλων, ο διδάσκαλος έσπευσε ν' απαντήση·Αυτά θα τα μάθετε όταν . . . Ίσως ήθελε να είπη «όταν θα πάτε στο Ελληνικό Σχολείο». Αλλά διεκόπη.

Οι άνδρες εξεκαρδίζοντο, αι δε γυναίκες, μεταξύ των οποίων εισώρμα κατά προτίμησιν, απεσύροντο με ανησυχίαν προ του ανθρωποειδούς τετραπόδου και εγέλων ως γαργαλιζόμεναι όταν ο Σάτυρος επλησίαζεν. Είχαν περάση τα μεσάνυκτα όταν εχωρίσθη από τους φίλους του. Το χωριό είχεν ήδη κοιμηθή και επεκράτει σιγή, την οποίαν μόνον κραυγαί των αλεκτόρων ή γαυγίσματα διέκοπτον από καιρού εις καιρόν.

Εγέλων όμως και ούτοι μετά των άλλων, ότε ο Κ. Πλατέας, ανυψών την κεφαλήν, απήγγελλε μεγαλοπρεπώς εν μέσω της κοινής ομιλίας τους ηχηρούς εξαμέτρους του Ομήρου. Ότε οι δύο φίλοι επλησίασαν προς αλλήλους, ο Κ. Πλατέας έθλιψε περιχαρής την χείρα του σωτήρος του και εστάθη απέναντί του.

Εφυλάττετο καλώς μη εκφέρη ως απειλήν την αποβολήν, όπως θα έπραττε ξένος μη γνωρίζων τα ήθη του τόπου, διότι εγνώριζε κάλλιστα ότι οι μικροί διάβολοι εγέλων με την απειλήν ταύτην, ην ενόμιζον ως ευτυχίαν και ελευθερίαν. Επίσης τους είπεν ότι «όσοι έχουν παπούτσια να τα φορούν εις το εξής, όταν θα πηγαίνουν εις το σχολείον».

Αλλ' αι πλέον ανυπόφοροι εκ των πράξεων αυτού του ανθρώπου είνε αι τελευταίαι. Ως δούλους μας ωδήγησεν εις το δημοπρατήριον και με κήρυκα μας επώλησεν, ως λέγεται, άλλους μεν εις μεγάλην τιμήν, άλλους δε αντί μιας μνας αττικής, και εμέ ο αχρειέστατος μόνον αντί δύο οβολών. Και οι παριστάμενοι εγέλων.

Εγώ όμως τα είπα εκεί παρά την πυράν και προηγουμένως ακόμη ενώπιον πολυαρίθμων ακροατών, εκ των οποίων πολλοί επειράζοντο, διότι εθαύμαζον την παραφροσύνην του γέροντος. Ήσαν δε καί τινες οι οποίοι εγέλων επίσης, αλλά παρ' ολίγον να κατασπαραχτώ υπό των Κυνικών φιλοσόφων, όπως ο Ακταίων υπό των σκύλλων ή ο ανεψιός αυτού ο Πενθεύς υπό των μαινάδων. Άκουσε τώρα πώς εξετελέσθη το όλον δράμα.

Αλλ' εκείνη η κραυγή, να εκτελέση την απόφασίν του, ήτο πολύ απροσδόκητος και τον έκαμε να ωχριάση ακόμη περισσότερον, καίτοι είχεν ήδη το χρώμα νεκρού και μάλιστα έτρεμεν ολίγον, ώστε έπαυσε να ομιλή. Εγώ δε, ως βέβαια συμπεραίνεις, εγέλων διότι ούτε άξιος οίκτου μου εφαίνετο ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος υπερέβη με την γελοίαν ματαιοδοξίαν του όλους τους κενοδόξους.