United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός δεν αντιστάθηκε, την άφησε από τους βραχίονάς του και έπεσε αναίσθητος μπροστά της. Αυτή έφυγε βιαστικά παραδομένη σε μια λυπηρή ταραχή, τρέμοντας μαζί από αγάπη και οργή, «Είναι η τελευταία φορά. Βέρθερε! είπε. Δεν θα με ξαναϊδήτε». Και με βλέμμα γεμάτο αγάπη προς τον δυστυχισμένο έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο και κλείστηκε κει μέσα.

Από μέρους της ευχαρίστως θα διέταζε να του πουν πως δεν ήτο εκεί, και όταν μπήκε του εφώναξε με είδος ζωηρής ταραχής: — Δεν εφυλάξετε το λόγο σας. Δεν υποσχέθηκα τίποτε, ήτον η απόκρισή του. — Έπρεπε τουλάχιστον να υπακούσετε στην παράκλησή μου, είπεν εκείνη· σας παρεκάλεσα για την ησυχία και των δυο μας. Όλη η δύναμη αυτών των λόγων τον εκυρίεψε τον δυστυχισμένο.

Η φτώχεια βαρειά, βαρειά θάνε η φτώχεια, η δυστυχία μεγάλη φέτο, το ψωμί ακριβό... Κ' οι πικροί αυτοί λογισμοί βαραίνουν πολύ, το κεφάλι του δυστυχισμένου πατέρα. Γυρίζει και βλέπει τα μάτια της κόρης του βουρκωμένα, το πρόσωπό της χλωμό, μαραμένο. Δυστυχισμένο παιδί. Δε σκέφτεται τόρα άλλο τίποτε παρ' αυτή, αυτή μονάχα. Τι δυστυχία!

Κατά μεν την πρώτην περίπτωσιν ζήτει να την πραγματοποιήσης, ζήτει να την φθάσης εις την εκτέλεσιν των πόθων σου· κατά δε την δευτέραν δείξου άνδρας, και προσπάθησε ν' απαλλαγής από ένα δυστυχισμένο αίσθημα που δεν δύναται να μη εξολοθρέψη όλας τας δυνάμεις σου. — Άριστέ μου φίλε! καλά το είπες καιεύκολα.

Ήθελα άλλη να 'βγαινε ρητόρισσα προτήτερα, ν' αγόρευε καλήτερα στην άκρη να καθήσω• αλλά, εγώ τουλάχιστον ποτέ μου δεν θ' αφήσω, γιατί δεν είν' καλή δουλειά, ν' ανοίγουν μόνο για νερό τους λάκκους μεσ' στα καπηλιά, Δεν το φρονώ, μα της θεές. . . ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα της θεές! πού τρέχεις, δυστυχισμένο θηλυκό! το νου σου πού τον έχεις; Γ’ ΓΥΝΗ Μπα! σφάλμα έκαμα; και ποιο; Εγώ δε ζήτησα να πιω.

Δυστυχισμένο μου παιδί! ξέρετε, πως μου κοστίσατε την άκρη της μύτης, έν' αυτί κ' ένα μάτι; Πώς γενήκατε! Ε! τι ναι αυτός ο κόσμος. Αυτή η νέα περιπέτεια τους έκανε να φιλοσοφήσουνε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Θάθελα νάταν εδώ. Ασφαλώς, αν όλα είναι καλά, αυτό συμβαίνει μόνο στο Ελδοράδο και σε κανένα μέρος του άλλου κόσμου. Τέλος προτίμησε ένα δυστυχισμένο σοφό, πούχε δουλέψει δέκα χρόνια για τους βιβλιοπώλας του Άμστερνταμ. Σκέφτηκε, πως δεν υπάρχει άλλο επάγγελμα στον κόσμο, που ν' απαγοητεύη περισσότερο.