United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 160 κίνησε προς τον θάλαμο και πάλι ο Μελανθέας, να φέρη τα λαμπρ' άρματα· και ο θείος χοιροτρόφος τον νόησε και από σιμά τότ' είπε του Οδυσσέα· «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, ιδού, πάλιν ο πάγκακος, οπ' είχαμε υποπτεύσει, 165τον θάλαμο πορεύεται· συ τώρα δίδαξέ με, θα του αφαιρέσω την ζωήν, αν τον νικήσω πρώτα, ή θέλεις να τον φέρω εδώ να σου πλερώση εκείνος ταις τόσαις οπ' ωργάνισετο σπίτι σου ανομίαις

Όταν δε κάποιος εκ των γνωστών του τον ηρώτησε, διατί το κάνεις αυτό, Διογένη; Κυλίω, είπε, και εγώ το πιθάρι, διά να μη φαίνωμαι ότι μόνος εγώ μένω αργός μεταξύ τόσων εργαζομένων.

Δι' αυτά αγανακτήσαντες ήλθαμεν εκ του Άδου και σου ζητούμεν να μας ικανοποιήσης διά τας αισχίστας προσβολάς τας οποίας υπέστημεν. ΑΝΑΖΗΣΑΝΤΕΣ. Εύγε, Διογένη, ωραία ωμίλησες δι' όλους. ΦΙΛΟΣ. Παύσετε τους επαίνους και τώρα ας χυθή νερόν διά την απολογίαν. Συ δε, Παρρησιάδη, έχεις τον λόγον το νερόν τρέχει εις την κλεψύδραν, ώστε μη χάνης καιρόν.

Σοφούς και μάγους 'βρήκα 'στήν πρώτην των σπουδήν, και μες 'στόν φούρνο 'μπήκα του Χόντζα Ναστραδδίν. Έφαγα σιναγρίδα 'στό σπήτι του Λουκούλου, και την Μαρκόλφα είδα μετά του Μπερτοδούλου. Τρεις νύκταις είχα μείνει φρουρός με φλέγμα κρύον σαν 'πήγε 'στήν Αλκμήνη ο Ζευς ως Αμφιτρύων. Τρεις νύκταις 'στό ποδάρι να μάθω τι συμβαίνει, βαστώντας το φανάρι του πάλαι Διογένη.

διότι είνε κοινός εχθρός και δεν αφήκε κανένα εξ ημών ανύβριστον. Συ δε, Διογένη, ιδού σου παρουσιάζεται η καλλιτέρα ευκαιρία διά να μεταχειρισθής το ξύλον. Μη τον αφήνετε• ας τιμωρηθή, αναλόγως των συκοφαντιών του. Τι, εκουρασθήκατε, Επίκουρε και Αρίστιππε; και όμως δεν έπρεπε. Ανέρες έστε, σοφοί, μνήσασθε δε θούριδος οργήςΑριστοτέλη, κάμε πιο γρήγορα. Λαμπρά, συνελήφθη το θηρίον.

Σεις είσθε &Φαναριώται&. . . κι' άλλος κανείς, Πλακιώται, δεν έχει τέτοια χάρι, αφού 'δικό σας μένει κι' αυτό του Διογένη το ξακουστό &Φανάρι&. Μαύρη Νύκτα, φύγε . . . σε τρομάζω, δεν μ' αρέσει διόλου το σκοτάδι, πάντα ήλιο θέλω να κυττάζω, πάντα 'μέρα νάναι, ποτέ βράδυ. Όταν συ απλώνης τα φτερά, πιο πολύ ρεμβάζει ο καθείς, πιο πολύ θρηνεί κι' η συμφορά, κι' είν' ο κόσμος γρίφος πιο βαθύς.