Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μία μεγάλη γυνή, επιβάλλεται πλειότερον από ένα μέγαν άνδρα εις πνεύμα, και ασκεί τόσω μείζονα επί της κρίσεως βαρύτητα, όσω μείζονα ελαφρότητα ανέμενέ τις εξ αυτής. Εάν ερωτήσης ανθρώπους, τι προτιμούν; να παραδώσουν την ψυχήν των εις ένα διάβολον με πορφύραν, ή εις ένα άγγελον με κουρέλια; Όλοι τον διάβολον θα προτιμήσουν.

Γυναίκες είναι μοναχά από την μέσην κι' άνω, 'ς τα κάτω είναι Κένταυροι! Εις τους θεούς ανήκει έως την μέσην το κορμί! 'Σ τον διάβολον τα κάτω! Εκεί 'ναι σκότος, κόλασις και ζεματά και καίει. Εκεί θειάφι και καπνός και βρώμα και σαπίλα!... Πουφ, πουφ, φούχι! Φαρμακοπώλη, δος μου μίαν ουγγιάν μόσχον να μυρίσω την φαντασίαν μου. Να χρήματα. ΓΛΟΣΤ. Ω! δόσε μου το χέρι σου να το φιλήσω.

Οι άλλοι έλεγον ότι τα πράγματα είνε καλώς μοιρασμένα, και δεν έχουν να κάμουν άλλην μοιρασιάν. Ας μην έκαναν τόσο «ταμάχι», ο Λούκας κι' όλοι αυτοί μαζί του, διά να μη ευρεθούν εις την ανάγκην να κάμουν αβαρίαν. Πλην διατί τάχα ο Λούκας να επιμένη να βαρυφορτώση τόσον την βάρκαν; Άλλα είχε στα χείλη, και άλλον διάβολον είχε μέσα του.

ΛΗΡ Άφησε να ομιλήσω πρώτα με τούτον τον φιλόσοφον. — Παρακαλώ, ειπέ μου, ο κεραυνός πώς γίνεται; ΚΕΝΤ Την προσφοράν του δέξου και πήγαινε, αυθέντα μου, εκεί όπου σου λέγει. ΛΗΡ Θα 'πω με τούτον τον σοφόν Θηβαίον δύο λόγια, — Ειπέ μου, τι εσπούδασες; ΕΔΓΑΡ Τον διάβολον να φεύγω και να σκοτώνω ποντικούς. ΛΗΡ Να σ' ερωτήσω θέλω κάτι κρυφόν. Ω, πείσε τον να σε ακολουθήση, καλέ μου άρχον!

Τι σου λέγει τώρα; τον ηρώτησεν ο γεωργός. — Λέγει ότι, αν θέλωμεν κρασί, θα το εύρης εις την γωνίαν οπίσω από τον φούρνον. Η πτωχή γυναίκα ηναγκάσθη να τους φέρη και το κρυμμένον κρασί της, ο δε γεωργός έπιε καλά και ευθύμησε, και ήθελε να ίδη τι δαίμονα είχε μέσα εις τον σάκκον του ο μικρός Κλώσος. — Ημπορεί η μάγισσά σου να μας φέρη εδώ τον διάβολον; ηρώτησεν.

Εις όλα τα χωρία διηγούνται ότι ο κύριός μου υπέγραψε συμβόλαιον με τον διάβολον, να τον υπηρετήση πιστά εις τον κόσμον αυτόν και εις τον άλλον να πάρη την ψυχήν του. Και την υπογραφήν του ο κύριός μου την έβαλε με το αίμα του, καθώς λέγουν. — Με το αίμα του; — Ναι. Τώρα τι να πιστεύσης; Το σωστόν είνε ότι δεν ομοιάζει με τους άλλους ανθρώπους, και έχουν δίκαιον να του τα ψάλλουν αυτά.

Ώστε βλέπεις, ότι αυτός ο κύριός μου δεν είνε μικρός άνθρωπος. Έχει τον διάβολον μέσα του. Σκοπεύει μεγάλα πράγματα να κατορθώση. — Ναι, αλλά δι' αυτό δεν μας μέλει. — Μας μέλει διά ένα άλλο πράγμα, και υπομονή. Κάθε λόγος με την σειράν του. — Ακούω. — Ο κύριός μου έχει πολλά και καλά χαρίσματα. Είνε άνθρωπος σοφός και δεν καταδέχεται να έλθη εις τα ταπεινά.

Απέτρεπα λοιπόν τους περισσοτέρους εξ αυτών, λέγων ότι η θυσία είχε τελειώση, εκτός εάν ήσαν περίεργοι να ίδουν και μόνον το μέρος ή να προφθάσουν υπόλειμμα του πυρός. Αλλ' ευρήκα τον διάβολόν μου, φίλε μου, διότι ήμουν ηναγκασμένος να διηγούμαι εις όλους και ν' ακούω τας ερωτήσεις ανθρώπων οίτινες ήθελον να μάθουν πάσαν λεπτομέρειαν.

Ο μικρός Κλώσος έδωκεν εις τον γεωργόν τον σάκκον με το δέρμα, και επήρε εν κοιλόν γεμάτον έως επάνω με χρήματα. Ο δε γεωργός του εδάνεισεν έν αμαξάκι διά να μεταφέρη το κοιλόν και το κιβώτιον με τον διάβολον. Ο μικρός Κλώσος τον απεχαιρέτησε και έφυγεν. Εις την άλλην άκραν του δάσους ήτο ένας βαθύς ποταμός. Το ρεύμα του έτρεχε με τόσην βίαν, ώστε εζαλίζετο κανείς να το βλέπη.