United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μεταξύ των πιπτόντων βλέπω αίφνης την μητέρα μου ! Δεν ηξεύρω πώς ηδυνήθην ν' απλώσω εκ της λέμβου την χείρα, πώς ήρπασεν η μήτηρ μου την χείρα μου, πώς μία άλλη γραία εκράτει διά των δύο χειρών της μητρός μου το φόρεμα......Η δε λέμβος επροχώρει και έπλεον αι δύο γραίαι, συρόμεναι εκ της χειρός μου, μέχρις ου επί τέλους τας ανεσύρομεν εκ της θαλάσσης.

Εκεί ευρίσκεται μαζί με τον Ούρσον, όστις πηγαίνει, όπως και άλλοτε, εις ενός μυλωθρού, Δημά . . . ναι, του Δημά! . . . Ο Ούρσος εργάζεται την νύκτα· επομένως εάν πολιορκήσωμεν την οικίαν εν καιρώ νυκτός, δεν θα τον συναντήσωμεν εκεί . . . . Ο Λίνος είναι γέρων . . . Και εκτός αυτού δεν υπάρχουν ειμή δύο γραίαι εις την οικίαν.

Φώτο-σβέστη! Φώτο-σβέστη! Ακολούθως ιδών ότι δύο γραίαι είχον εισχωρήσει δολίως εις τον ναόν αρπάσασαι δύο στασίδια κάτω-κάτω εις την σκοτίαν, έλαβεν αυτάς από τας χείρας, με καλόν τρόπον, και εξήγαγεν εκ του νάρθηκος, οδηγών εις την γυναικωνίτιδα: — Απάνω γλήγορα μη σας τσαλαπατήσουν!

Ξαβόηθησαν εκεί, εις τα ξυρόφυλλα του αριού, τα φορτία τωνσακκία πλήρη ελαιών — κ' εκάθισαν, ανακλιθείσαι επ' αυτών, αι δύο γραίαι, ως γλαύκες, σιωπηλαί, κουρασμέναι, ασθμαίνουσαι. Ήρχοντο από το Μποστάνιπορείαν δίωρον.

Αν ερωτάτε περί του εισπράκτορος; Μετ' αυτού συχνά εξεφάντωνε. Ταύτα όμως διά τον κυρ-Δημάκην δεν ήσαν δουλειά. Ο κυρ- Δημάκης, περιελθών τον εκτεταμένον ελαιώνα της νήσου, ωσφράνθη εκεί μέσα το παρελθόν αυτού το πλούσιον, το αναπαυτικόν, το επικερδές και δεν ηδύνατο έκτοτε να ησυχάση. — Θ' αγοράσ' εληώνιδες! Εψιθύριζαν προς αλλήλας αι γραίαι, βλέπουσαι αυτόν ανερευνώντα τους ελαιώνας.

Αι δύο γραίαι είχον πάντοτε έτοιμον κανέν γλύκισμα ευχάριστον εις εμέ, ή κανέν παραμύθιον έτι πολύ ευχαριστότερον. Προ πάντων η Οθωμανίς ήτο κατενθουσιασμένη δι' εμέ, όστις, έλεγε, τόσο σοφός και σπουδασμένος που ήμουνε, δεν έγεινα ειδωλολάτρης άπιστος, μόνον επίστευα με όλη την καρδιά μουεις τα παραμύθια! Μόνον διά δύο τινά εμεμψιμοίρει τρομερά εναντίον μου.

Τούτο δε υπήρξεν η πρώτη σταγών χολής η εγχυθείσα εις την καρδίαν της, και εγέννησεν απαισίους λογισμούς. Ήτο άρα μοχθηρά η ανθρωπότης, ή αύτη η κόρη ήτο αξία μίσους; Αλλά διατί; Εν τούτοις το παρηγορήσαν αυτήν ήτο ότι δεν ήσαν πάσαι αι γραίαι εξ ίσου κακαί. Τουλάχιστον ημέραν τινά απήντησε μίαν, ήτις έδειξε προς αυτήν μεγίστην αγαθότητα.

Εις τον ανυπόμονον Κιαμήλ δεν επετρέψαμεν να συναπέλθη, τούτο μεν χάριν της επισφαλεστάτης υγείας του, τούτο δε όπως μη μείνωσιν αι δύο γραίαι όλως διόλου μόναι. — Και τώρα πια που εβάλαμε το νερό στ' αυλάκι, μας έλεγε μετά τινας ημέρας η μήτηρ μου, έρχου δα, παιδί μου, να περνάς την ημέρα μαζί μας. Εμείς είμεθα όλη μέρα στο σπίτι, γιατί ετελειώσαμε τους γύρους μας.

Μαθών ότι κάθε παρασκευήν βράδυ που μνημονεύουν τους κεκοιμημένους, αι πενθηφορούσαι γραίαι ήναπτον άφθονα κηρίααπό ένα δι' εκάστην ψυχήν τεθνεώτοςενεφαναίζετο ως φάντασμα κρυφά-κρυφά, και κατερήμαζε τα μανουάλια, κινών την βλάσφημον των γραιών γλώσσαν εναντίον του. Πρωίαν τινά όμως γέρων τις ναυτικός καλά του την κατάφερε!

Όσον αφορά την κόρην, «τον Καρίκλειαν», αύτη εδήλωσεν ότι εκδίκησιν δεν επιζητεί, επειδή «ο πατέρας της δεν έρχεται 'πίσω», μόνον ποτέ δεν θα θέληση τον φονέα ως άνδρα της· προτιμά να μένη ανύπανδρη εις τον αιώνα. Επήγαν ομού, αι δύο γραίαι, κ' έμειναν εις Χαλκίδα τρεις μήνας, κατοικούσαι εις τρώγλην, εις ένα τουρκόσπιστονκοντά εις τα Εβραίικα, παρά την Άνω Πύλην του φρουρίου.