United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ολίγοι τινές έβαινον προς το μέρος της αγοράς, εκεί όπου είχε δώσει ο Λάμπρος ο Βατούλας οδηγίας εις τους μουσικούς και εις τους κρατούντας τα κοντάρια με τας χρωματιστάς οθόνας να κατευθυνθώσιν· οι άλλοι, οι περισσότεροι, διηυθύνοντό προς το αντίθετον μέρος, επιμένοντες ότι έπρεπε να στραφή πρώτον ανά τας οδούς και τας συνοικίας της πολίχνης η διαδήλωσις, αν ήθελε να κάμη εντύπωσιν.

Ήξερε για τη συμφορά και για το θάνατο της θείας Ρουθ και γι’ αυτό φοβόταν να γυρίσει στο χωριό. Ζούσε με τις λίγες λιρέτες που είχε κερδίσει από τη μεσιτεία της αγοράς του κρασιού για λογαριασμό του Μιλέζου, δεν ήξερε όμως τι θα έκανε μετά.

Όστις τα αφαιρέση, έστω και δι' αγοράς, είνε ιερόσυλος και υπόκειται εις την κατάραν του Θεού. Καταπρασίνη. Με το γλυκύ, σαπφείρινον, του πόντου χρώμα. Νύμφη του γιαλού, με το λαχανί φόρεμά της.

Από της θέσεως εκείνης ο Μουδίρης ηδύνατο να περιλάβη δι' ενός βλέμματος σχεδόν ολόκληρον το χωριό, το οποίον εκείθεν αρχόμενον και απλούμενον εις το επίπεδον της αγοράς και της τουρκικής συνοικίας, εξετείνετο έπειτα αμφιθεατρικώς επί των κλιτύων του βουνού, ευρύ και φαιδρόν, ως γελαστόν πρόσωπον, εν μέσω πλαισίου εξ ελαιώνων και δασών καταρρύτων.

Δεν ελησμόνησε τα δίτροχα μικρά αμάξια της αγοράς, ουδέ το: ά λ λ ο ς δ ι ά κ ά τ ω! των αμαξηλατών, οίτινες επί ώρας μακράς ηγωνίζοντο να συμπληρώσωσι διά τον Πειραιά το έμψυχον αυτών φορτίον. Ενθυμείται ακόμη τας χονδράς ράβδους των αστυνομικών κλητήρων και τον κυανόλευκον χρωματισμόν των, και την κεχαραγμένην επ' αυτών Ι σ χ ύ ν τ ο υ Ν ό μ ο υ. Ενθυμείται, . . . και τι δεν ενθυμείται!

Αυτά όλα λοιπόν ας τα συσκεφθούν αναλόγως της ανάγκης οι νομοφύλακες και ας προσθέτουν και διά τα άλλα όσα παρέλειψε ο νόμος από αβλεψίαν. Αφού δε τελειώσουν και αυτά τα πέριξ της αγοράς οικοδομήματα και τα γυμναστήρια και όλα όσα εκτίσθησαν ως σχολεία και περιμένουν τους μαθητάς των και τους θεατάς των τα θέατρα, τότε πλέον ας προχωρήσωμεν εις τα κατόπιν των γάμων, συνεχίζοντες την νομοθεσίαν.

Όπως ήσαν πιασμένοι εις τον χορόν, ούτως εκίνησαν εκ του υψηλοτέρου μέρους της αγοράς, διά ν' ανέλθωσιν εις την ενορίαν. Άμα έκαμψαν την πρώτην ανωφερή γωνίαν, επί της παραλλήλου οδού εφάνη η αντίθετος διαδήλωσις κατερχομένη εκ της άνω συνοικίας, προς την αγοράν βαίνουσα, με τας κραυγάς των γυμνοπόδων παίδων·Ζήτω οι καλοί, πατριώταις! Ζήτω η νοικοκυρωσύνη!

Ίσως δεν ήθελον να διελάσωσι διά της αγοράς, όπως επεθύμει ο Λάμπρος, διά να μη εκτεθώσιν απέναντι των αντιθέτων. Μεγάλη δ' έγεινε σύγχυσις και ταραχή. Άλλοι ετραβούσαν απ' εδώ, άλλοι απ' εκεί. Οι μουσικοί και οι σημαιοφόροι τα έχασαν μη ειξεύροντες εις τίνας να υπακούσωσι.

Και συ με τ' αδερφού μου τα γρόσια, που έχασε την υγειά του για να τ' αποχτήση, θέλεις ν' ανοίξης μεγάλο μαγαζί: . . . Πού είνε τα καζάντια σου, εσένα; Ο γέρο Στεφανής, όστις εισήλθε την στιγμήν εκείνην, επιστρέφων εκ της αγοράς, όπου είχε περάσει από το καπηλείον του Γιάννη του Βλάχου, ενθυμήθη την παροιμίαν·

Αλλ' έπραξε και κάτι τι γελοιωδέστατον ο Αλέξανδρος. Ευρών τας «Κυρίας Σκέψεις» του Επικούρου, το κάλλιστον, ως γνωρίζεις βιβλίον, το οποίον περιέχει την συγκεφαλαίωσιν της σοφίας του φιλοσόφου εκείνου, τας έφερεν εις το μέσον της αγοράς και τας έκαυσεν επί ξύλων συκής, ως τάχα να έκαιε εκείνον, την δε στάκτην έρριψεν εις την θάλασσαν, συνοδεύσας την πράξιν ταύτην με ένα χρησμόν•