United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούτο προέρχεται διότι ο καθείς, υπό φόβου, προσπαθεί να προφυλάττη τα άοπλα μέρη του σώματος του όπισθεν της ασπίδος του προς τα δεξιά γείτονός του, και διότι νομίζουν ότι όσον μάλλον πυκνωμένοι είναι, τόσον μάλλον ασφαλείς· και είναι μεν η πρώτη αιτία της κλίσεως ταύτης ο δεξιός οδηγός, ο οποίος σπεύδει πάντοτε να προφυλάττη το δεξιόν μέρος του σώματός του από τας προσβολάς του εχθρού, τον μιμούνται δε και οι άλλοι στρατιώται διά τον αυτόν φόβον.

Η θεια-Συνοδιά τον ηκολούθει αργοπατούσα επί του υγρού στενού δρομίσκου, όπου προ μικρού είχε πατηθή και σκληρυνθή η χιών, κατελθούσα εις λεπτόν στρώμα, και μέχρι του χθαμαλού κοιλώματος, του δρομικού και γείτονος της θαλάσσης.

Δεν υπήρξε βοσκός όστις να μη διωρισθή τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης όστις να μη προεχειρίσθη εις υγειονομοσταθμάρχην. Τότε είδομεν πρώτην φοράν κ' εδώ εις την νήσον λιμενάρχην φουστανελάν. Ο εκ της γείτονος επαρχίας υπουργός, μας τον είχε στείλει ως δείγμα περίεργον υπαλλήλου.

Ο καϋμένος ο Κώτσος, ολίγας ημέρας πριν, είχε συμβή, εις την κηδείαν ενός παλαιού γείτονός του, να εισέλθη εις τον ναόν, ενώ εψάλλετο η νεκρώσιμος ακολουθία. Δεν ήτο τακτικά φιλακόλουθος. Μερικοί τον επείραζαν και τον έλεγαν «φαρμασώνον». Αλλ' αυτός ήτο εξ ιδιοσυγκρασίας σκεπτικός, ιδιότροπος εν τη ασυνειδήτω φιλοσοφία του.

Διότι το να βλάψη κανείς δεν είναι δύσκολον, αλλά το κάμνει ο καθείς, το να ωφελήση όμως δεν ημπορεί να το κάμνη ο καθείς. Όστις δε καλλιεργεί έδαφος του γείτονος υπερπηδών τα σύνορα, την μεν βλάβην ας την πληρώνη, διά να θεραπευθή δε από την αναίδειάν του και την φιλαργυρίαν του ας πληρώση και το διπλάσιον της ζημίας εις τον παθόντα.

Εάν κακότυχόν τι ελαιόδενδρον συνέβαινε να κλίνη τον ένα κλώνα προς τον παρακείμενον αγρόν, ο γείτων διά νυκτός έτρεχε με την τσάπαν του να περισκάψη το σύνορον, να μεταθέση την «αποσκαφήν». Την επαύριον το ελαιόδενδρον έκπληκτον εξημερώνετο εις τον ελαιώνα του γείτονος. Είχεν αλλάξει κύριον την νύκτα.

Εξεκίνησεν η μικρά πομπή, προπεμπομένη από το παθητικόν πλούσιον μυρολόγι της υψηλοσώμου κόρης Πλουσίας, και την στιγμήν εκείνην, επάνω εις το ηλιακωτόν της γείτονος οικίας εφάνησαν, ως φαντάσματα της ημέρας, ως στήλαι ακίνητοι, να ίστανται δύο γυναίκες· μία μαυροφόρα, και μία με πολίτικην μανδήλαν χρωματιστήν, χρώματος «λαδί». Ήσαν η Κακαβάραινα και η κόρη της η Μελαγχρώ.

Επίσης δε και εάν φυτεύων δεν αφήνη ανάλογον απόστασιν από τα χωράφια του γείτονος, καθώς και πολλοί νομοθέται είπαν λεπτομερώς, των οποίων τους νόμους πρέπει να τους χρησιμοποιούμεν συμπληρωματικώς και να μην έχωμεν απαίτησιν όλα και τα πολύπλοκα και τα μικρά ζητήματα, τα οποία εθέσπισε και ο τυχών νομοθέτης, να τα νομοθετήση όλα ο νομοθέτης της πόλεως.

Αλλ' ότε εστηρίξαμεν εις την χείρα την κεφαλήν άνευ του φόβου ρομφαίας σειομένης άνωθέν της, ότε εκαθήσαμεν υπό την σκέπην ξένης θύρας, την οποίαν δεν ήτο φόβος να μαυρίση Τούρκου σκιά, και είδεν έκαστος ημών την λύπην του ζωγραφισμένην εις του γείτονός του την παρουσίαν, τότε ήρχισε να ερωτά και να μανθάνη ο είς του άλλου τα πάθη και να ερευνά περί συγγενών και φίλων απόντων.

Αλλά μετά τινας στιγμάς βλέπει και άλλους τεσσάρας με όμοια ενδύματα εξερχομένους από της γείτονος λόχμης και βαδίζοντας μετά προφυλάξεως προς συνάντησιν των πρώτων. Ούτοι μόλις επί μίαν στιγμήν έγειναν ορατοί, άμα εξελθόντες είς τινα αλωήν, και έστρεφον οπίσω τας κεφαλάς ως να ανησύχουν μη τυχόν παρετηρήθησαν, και πάλιν εχώθησαν πάραυτα εις το δάσος.