United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά δύο ημέρας, το δειλινόν του Σαββάτου, η γερόντισσα επανήλθε δρομαία. Είχε παύσει να χιονίζη, αλλά ψυχρός βορράς εφύσα επάνω εις τα χιονισμένα μέρη. Το χιόνι ήτον όπως έλεγαν, μισό μπόι στα βουνά, ένα γόνα κάτω στην χώραν. Αλλά κατ' ακρίβειαν, επάνω στα βουνά θα ήτον ως ένα γόνα, και ως μίαν σπιθαμήν κάτω.

Αλλ' ήτο σχεδόν αδύνατον, διότι ο μαινόμενος βορράς δεν το επέτρεπε, θα ήτον ανάγκη να κάμψουν το ανατολικόν ακρωτήριον, το φράσσον τον λιμένα, να πλεύσωσιν κατεπάνω εις τον άνεμον, τρία ως τέσσαρα μίλια πέλαγος αγριωμένον, εις τα βασίλεια του βορρά. Με πανία θα ήτο αμήχανον, με κωπία θα εχρειάζοντο πολύ μεγαλείτεραι και ισχυρότεραι λέμβοι, και πολλοί και στιβαροί βραχίονες να το κατορθώσουν.

Από του Νοεμβρίου μηνός, χωρίς σχεδόν να πνεύση νότος και να πέση βροχή, ήρχιζε να χιονίζη. Μόλις έπαυεν είς νιφετός και ήρχετο άλλος. Ενίοτε έπνεε ξηρός βορράς, σφίγγων έτι μάλλον τα χιόνια, τα οποία δεν έλυωναν εις τα βουνά. «Επερίμεναν άλλα».

Οι πιστοί συνηγμένοι πανηγυρικώςΧριστός Γεννάται! — Οι ψάλται υπό ιδιαιτέρου ενθουσιασμού κατεχόμενοι. — Δεύτε ίδωμεν πιστοί. — Ο αχώρητος παντίήχοι καθ' εκάστην αδόμενοι εν ταις μοναίς, και σπανιώτατα ακουόμενοι εν τω κόσμω. — Παν σπάνιον επιθυμητόν. — Και να συρίζη ίσως ο βορράς. — Και να είνε σκοτία έξω.

Άλλοτε πάλιν εφρόντιζε διά πανίων να περιφράξη τας καλαμωτάς, όταν ποτέ εσύριζεν ο βορράς και χειμών όψιμος προηγγέλλετο. Και περιέφρασσε και τας θύρας ακόμη και τα παράθυρα. Τόσον το λεπτοϋφές, το μεταξωτόν καματερό επηρεάζεται εκ του ψύχους.

Δεν σου λέγω το φ υ σ ο ύ ν και δεν κ ρ υ ό ν ε ι, κατά την παροιμίαν, καθότι περί του τελευταίου τούτου φροντίζει ο βορράς και η χιών, αλλ' αναντιρρήτως το φυσούν και δεν ζ ε σ τ α ί ν ε τ α ι. Δεν εννοούν, πώς είνε δυνατόν να μη διασκεδάσωσι την τελευταίαν Κυριακήν των Απόκρεω, αφού διεσκέδασαν ήδη έξ άλλας Κυριακάς, και έξ άλλα Σάββατα, και έξ άλλας εβδομάδας.

Ηνοίχθησαν τα διάκοσμα δώματα των πλουσίων μεγάρων, και άλλα μεν καθ' ημέρας τακτάς, άλλα δ' εκτάκτως συναθροίζουσιν επί του λείου δαπέδου των τον πυκνόν και φαιδρόν όμιλον των χορευτών και χορευτριών, οίτινες, ενώ έξω συρίζει ο βορράς και λευκαίνονται υπό την χιόνα οι δρόμοι, αποζημιούσι τας εκ της αργίας του παρελθόντος αιμωδιώσας κνήμας των, παρατείνοντες το cotillon μέχρι πρωίας.

Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα διά να μην αρμενίζη κατεπάν' τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κ' εδοκίμαζε να κάμη βόλταις. Του κάκου.

Τόσον κραταιός έπνεεν ο βορράς εις το μέρος εκείνο, τα δένδρα μαστιζομένα εκάμπτοντο και καθίσταντο ραχιτικά υπό την πνοήν του, μόνον δέ τινες ερπηστικοί θάμνοι, προσφυομένοι εις τας πτυχάς του εδάφους, εύρισκον οικτρόν άσυλον.

Ναι, έβλεπεν η πτωχή το πέλαγος ισταμένη επί της σκοπιάς, επί του ανεμομύλου εκείνου, εφ' ου αυθαδώς προσέκρουον όλοι οι άνεμοι. — «Ούτε καράβια 'στό γιαλό, ούτε πουλιά 'στόν κάμποΕμουρμούριζεν η γραία και υπέστρεφε περίλυπος, ενώ ο βορράς έπνεε μετ' ακαθέκτου μανίας, μεταβάλλων εις νέφη της θαλάσσης τα κύματα. Η ημέρα επροχώρει και ο βορράς εξηγριούτο φοβερώτερος.