Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Ούτος δε βλέπων το δυσφύλακτον της μονής και τον βέβαιον κίνδυνον εις ον θα εξετίθεντο οι εν αυτή πολιορκούμενοι, δεν επεδοκίμασε την γνώμην του Γαβριήλ και των άλλων. Αλλ' οι πλείστοι των εν τω μοναστηρίω επέμειναν ακλόνητοι εις την απόφασιν αυτών.
Ήτο τόσον άσχημος και ανόητος αυτός, ώστε με τόσας προσπαθείας να μη δυνηθή να καταφέρη ένα κορίτσι; Και επειδή το αξίωμα της χήρας περί της αγουρίδας είχεν εγκατασταθή εις τον εγκέφαλόν του ως απόλυτος αλήθεια, επείσμωνεν έτι μάλλον βλέπων ότι δι' αυτόν διεψεύδετο και η αγουρίδα, αντί να γλυκάνη με τον καιρόν, εγίνετο ξυνωτέρα.
Άμα δε τον έφεραν, επέπληξε τον αδελφόν του, τον ύβρισε και τον παρεκίνησε να φονεύση τους Πέρσας, λέγων· «Εμέ μεν, ω κάκιστε άνθρωπε, όντα αδελφόν σου και μη πράξαντα τίποτε άξιον δεσμών, με έδεσες και με έρριψες εις την ειρκτήν, βλέπων δε τους Πέρσας οίτινες σε διώκουσι και σε καθιστώσιν άνοικον, δεν τολμάς να τους τιμωρήσης, ενώ είναι τόσον εύκολον να τους νικήσης.
Σωκράτης Βλέπων δε εγώ αυτόν παρασκευαζόμενον να φλυαρήση περί της περιουσίας του ανθρώπου, τον ηρώτησα: Τι λοιπόν, ω Ερασίστρατε ; Σαν ποίος ανήρ φαίνεται ότι είναι εις την Σικελίαν ;
Ο ιερεύς άρχισε τα τελευταία τροπάρια, του Ασπασμού. «Ω! Τις με θρηνήσει, τέκνον μου . . . ότι βρέφος άωρον, εκ μητρικών αγκαλών, ώσπερ στρουθίον επέτασας . . . Ω τέκνον, τίς ποτε μη στενάξει βλέπων σου το πρόσωπον ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν! . . . » Και πάλιν το παπαδόπουλον, καθώς εκράτει το Αγιασματάριον, κ' εμουρμούριζε τας λέξεις μαζύ με τον πατέρα του, δεν εκρατήθη να ερωτήση·
Ταύτην την ατολμίαν βλέπων και ο Ρούκης εζήτησεν από τον Καραϊσκάκην να στείλη εις αυτόν στρατιωτικήν τινα δύναμιν, διά να εμψυχώση τους κατοίκους και να τους κινήση πάλιν εις πόλεμον κατά του εχθρού.
Σήμερον η αβεβαιότης του μέλλοντος επιτείνει την αγωνίαν, η δε διέξοδος, ενώ εφαίνετο εξευρεθείσα, ιδού πάλιν εξαφανίζεται! Έμενεν εκεί εις το μέσον της πλατείας με τας χείρας κρεμαμένας, βλέπων τα νώτα του απομακρυνομένου Κ. Μητροφάνους. — Πρέπει να ίδω τον Λιάκον, είπε καθ' εαυτόν. Αλλά πού να τον εύρω τώρα;
Διά τούτο, ότε ήκουον το μελίφθογγον των Νεαπολιτών βιολίον, βλέπων την λευχείμονα κόρην, την επί της πρύμνης της λέμβου των ανακεκλιμένην, ενόμιζον, ότι παρέπλεον την χώραν των Σειρήνων, ότι μία προ πάντων εξ αυτών προσεπάθει διά των θελγήτρων και της μελωδικής φωνής της να με αποπλανήση της οδού μου, να μ' ελκύση εις το μαγικόν αυτής άντρον, εν τω οποίω έβλεπον φοβερόν, πρασινόδερμον δράκοντα, έτοιμον να με στραγγαλίση, εις το οποίον όμως εγώ έσπευδον μετά χαράς, διότι η Σειρήν εκείνη ήτον η Μάσιγγα.
Επνίγησαν εκείνην την νύκτα εις την διάβασιν του ποταμού δώδεκα στρατιώται, απέθανον δε από το κρύος δύο, και αν η βροχή δεν ήθελε παύσει ογλήγορα, πολλοί ήθελον αποθάνει από το κρύος. Ο Καραϊσκάκης βλέπων ότι το στράτευμα κακοπαθήσαν τοιουτοτρόπως είχεν ανάγκην αναπαύσεως, απεφάσισε να το μεταβιβάση, εις τα χωρία Σουβάλας και Αγόριανης, όπου και μετέβη την ερχομένην ημέραν.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, απορεί τις βλέπων, ότι ο συμβιβασμός ανεβλήθη επί μακρόν. Αλλά και η αναβολή αύτη εξηγείται πολλαπλώς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν