United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μικρά μεγάλα λόγια χαμένα... τέτοια τα δείχνει ο νους σ' εμένα. Ό,τι εκείνος θαρρεί πως πρέπει και πως ταιριάζει με το εγώ, τούτο καθένας καλόν το βλέπει και τούτο θέλω και κυνηγώ. Ο νόμος γράφει «ποτέ μην κλέψης μηδέ πεντάρα, μηδέ βελόνι», αλλ' όταν έλθουν τοιαύται σκέψεις καθείς τον νόμο τον φασκελόνει. Γιατί αλήθεια πάντα καθένας να γυρεύη εκείνο που ο νόμος σαφώς απαγορεύει;

Ο ξεθωριασμένος ουρανός στην ανατολή, πάνω από το βουνό, φλεγόταν ακόμη, λες και όλη η λάμψη της ημέρας είχε συγκεντρωθεί εκεί πάνω. Επέμενε να ράβει, αλλά δεν έβλεπε ούτε το πανί , ούτε το βελόνι, μόνο εκείνη την μεγάλη αναλαμπή, εκείνο τον αντικατοπτρισμό χωρίς όρια, βαθύ, απέραντο. Νόμιζε ότι ακούει τη σερενάτα του αγοριού και τραγούδια αγάπης πετούσαν μες στη φλεγόμενη ατμόσφαιρα του δειλινού.

Σα γερονίκος μου φαίνεται, κι ως τόσο με τη μόδα πηγαίνει κι αυτός. Έφυγε κι ο πατέρας, και τώρα δε βλέπουμε τίποτε. Καιρός μας να γίνουμε αέρας και να χωθούμε. Ίσια στης Κυρίας το &Μπουντουάρ&, εκεί που στέκεται ο παντοδύναμος θρόνος της, που τάχει όλα δικά της, που ψυχή δεν τολμάει να της αγγίξη βελόνι, μήτ' ο ίδιος ο άντρας της. Μα τη Βασίλισσα δεν τη βλέπω στο θρόνο της.

Η ελεημοσύνη βγαίνει με το βελόνι και μπαίνει με το σακκί. Να μην καταφρονήτε κανένα, να κρατάτε το θυμό σας και να φοβάστε τον Θεό. Κάνοντας αυτά θα ζήσετε καλά στον κόσμο... Ύστερα από λίγο δε θα είμαι εδώ-κάτω... Παιδιά μου πεθαίνω! Όλοι άρχισαν να κλαιν και να της φιλούν το μέτωπο και τα χέρια. «Μάννα μ'!» φώναξαν όλα τα στόματα του σπιτιού.

ΑΜΛΕΤΟΣ Τι; Ποιος θα 'ναι ο φόβος; Δεν λογαριάζω ουδέ βελόνι την ζωήν μου· όσο διά την ψυχήν μου, τι μπορεί να πάθη από αθάνατο πνεύμ' αθάνατη κ' εκείνη; Με καλεί πάλι πέρα· θα το ακολουθήσω.

Έκλεβε στα ονειρεμένα τα φτερά της τα ουράνια της ζωής αρώματα, της υγείας τα μεθυστικά και πλούσια μύρα. Τάμπωχνε απαλή, γλυκύτατη ανάπνια του γιαλού. Τανέβαζε και τάπλωνε στο χωριδάκι το φτωχό, που κρέμεται στο βουναράκι πάνω. Ωστόσο στο μικρό το καφενεδάκι μέσα πήχτρα ο κόσμος. Όλο το χωριό ήρθε κ' εκλείστηκε να τη χορτάση. Βελόνι νάριχτες τόπο δε θάβρισκε στο πάτωμα να πέση.