United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τετράρχης ενίσχυε τας απαντήσεις των. Ο Βιτέλλιος εσκέφθη ότι ο φυλακισμένος ηδύνατο να διαφύγη, και επειδή η διαγωγή του Αντίπα του εφαίνετο ύποπτος, έθεσε φρουρούς εις τας θύρας εις την σειράν των τοίχων και εις την αυλήν. Κατόπιν απεσύρθη εις τα ιδιαίτερά του δωμάτια. Η επιτροπή των ιερέων τον ακολούθησε.

Σηκώσου, πατέρα, ή θα φύγω. — Φύγε. Η Αϊμά μετέβη εις την θύραν, αλλ' αύτη ήτο κλειστή. Τότε ενεθυμήθη ότι είχε αυτή την κλείδα, και ερευνήσασα εις το ένδυμά της την εύρε. Προσήρμοσεν εις το κλείθρον την κλείδα, απώθησε τον μοχλόν. Ο μοχλός απεσύρθη και το κλείθρον ηνοίχθη. Αλλ' η θύρα έμενε κλειστή.

Μετά την παύσιν του πολέμου ο Χειμάρρας απεσύρθη εις το ορεινόν χωρίον του, την κοιτίδα αυτήν του αρματωλισμού, όπου ο Βρυκόλακας, Έξαρχος Παρνασσίδος, συνεκρότει άλλοτε τας συνόδους του και ο Ανδρίτσος εξεχείμαζεν αμέριμνος μετά του Βλαχοθανάση.

«Η συνείδησις μας κάμνει όλους ανάδρους», έγραψε μέγας Άγγλος ποιητής, ο Σαιξπήρος, του οποίου η πεφωτισμένη ψυχολογία πολύ ωφελήθη εκ των Ευαγγελίων. Την εσπέραν της ημέρας, καθ' ην συνέβησαν τα εν τω προηγουμένω κεφαλαίω αναγραφόμενα, ο Ιησούς απεσύρθη εις το Όρος των Ελαιών.

Αποφασίζει ν' αναλάβη αυτός την αρχηγίαν του πολέμου οδηγών τον στρατόν εναντίον του Χοσρόου, ο οποίος επαρθείς διά τας νίκας κατεβασάνιζε τους κατακτηθέντας. Καθ' όλον τον χειμώνα του έτους 621622 ο Ηράκλειος απεσύρθη εις απομεμονωμένην εκτός της πόλεως κατοικίαν και ειργάζετο εκεί ακοινώνητος και αφανής εις τον λοιπόν κόσμον.

Ο Βάνος ο Φαρισαίος, όστις απεσύρθη εις την έρημον και έζησεν εκεί ένα χρονικόν διάστημα ίσον προς τους κατόπιν ερημίτας της Θηβαΐδος, ήτο μόνον είς εκ των πολλών εις τους οποίους επέδρασαν αι τοιαύται βιωτικαί συνθήκαι.

Διά την ακρισίαν άρά γε της θυγατρός της ή δι' άλλο τι; Το βέβαιον είνε ότι άπαξ ανήλθε μετά του στεναγμού της μέχρι των χειλέων της μία φράσις, αλλ' αμέσως απεσύρθη εις τα βάθη της καρδίας της και μόνον εις την διάνοιάν της διετυπώθη: «Αι, και να! ... .» Εν τοσούτω ο Μανώλης εξηκολούθησε με πολύν ζήλον τας προσπαθείας του διά να ωριμάση την αγουρίδα.

Την δύναμιν ταύτην διεύθυνεν αμέσως κατά του Καραϊσκάκη· την διώρισε δε να προσπαθήση να διακόψη τον Καραϊσκάκην από το στρατόπεδόν του πιάνουσα τον δρόμον, όθεν έμελλε να επιστρέψη. Το κίνημα τούτο εννοήσας αμέσως ο Καραϊσκάκης απεσύρθη με ταχύτητα εις το στρατόπεδον, αφήσας εις ενέδραν τους μετ' αυτού πεζούς.

Η κόρη απεσύρθη ολίγον εις το σανίδι και στραφείσα τον ητένισε με πονηρόν μειδίαμα: — Πλεια ώμορφη κιαπού τη Ζερβουδοπούλα; του είπε. — Όι, όι, είπεν ο Μανώλης κρύπτων το πρόσωπον με τα χέρια του. — Δεν τσ' είπες κιαυτηνής τα ίδια; — Δεν το ξανακάνω ... θεόψυχά μου, δεν το ξανακάνω. — Και δεν την αγαπάς καθόλου, καθόλου; — Καθόλου. — Παίρνεις όρκο; — Θεόψυχά μου δε σούπα;

Ανάβα όνομα να ιδής κορμί . Εχαιρέτισεν ο ναύκληρος. — Εδώ καράβια χάνονται, και σεις βαρκούλαις πού πάτε ; Προσέθηκεν ο καπετάν-Γιακουμής, και απεσύρθη πίσω εις το καμαρί του με την χρυσόγλυπτόν του κινύραν μισοζαλισμένος. — Κατά φωνή και . . .