United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο στοχασμός του Αμπίμπη με ελάφρωσεν ολίγον τον πόνον μου· επειδή και με έκαμνε να στοχασθώ πως αν η Γαντζάδα με αγαπούσε, δεν ήθελε είνε τόσον πρόθυμη να καή με όλον που ήξευρεν από τον σκλάβον τον ερχομόν μου εκεί· μα με όλον τούτο δεν ημπορούσα να στοχασθώ τον γάμον της χωρίς να αγροικήσω να ανανεώνεται ο πόνος μου και διά τούτο το αίτιον απεφάσισα να μισεύσω από κει.

Φθάνοντας δε εις την οικίαν του Αμπίμπη, ο οποίος ευθύς που με είδε με ερώτησε τι εδηλούσεν η σύγχυσίς μου και η θλίψις που έδειχνα, του εδιηγήθηκα όλην την περίληψιν· και εκείνος ο καλός φίλος εσυντρόφευσε με τα δάκρυά του εκείνα που εγώ έχυσα κάνοντάς του εκείνην την διήγησιν.

Όντας λοιπόν το καράβι έτοιμον διά να μισεύση, απεχαιρέτησα τον Αμπίμπη, και παίρνοντας τη Γαντζάδα κρυφίως διά νυκτός ήλθαμεν εις το καράβι ομού με μερικούς σκλάβους, οι οποίοι έφερναν τα διαμαντικά της και εκείνην την ιδίαν νύκτα εμισεύσαμεν. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον από ένα μακρυνόν ταξείδι, όμως χωρίς κίνδυνον εις την Μπάφραν καθώς επιθυμούσαμεν.

Εγώ μην έχοντας πλέον καρδίαν εις το να ιδώ το τέλος του θεάματος, ετραβήχθηκα διά να έλθω εις την οικίαν του Αμπίμπη με το πνεύμα τόσον συγχισμένον, που δεν ημπορώ να σας περιγράψω· ήμουν τόσον περίλυπος και έξω από τον εαυτόν μου, που δεν ήξευρα το τι μου εγίνετο, εγύριζα κάθε ολίγον τους οφθαλμούς μου προς τον τόπον της θεωρίας, και οι φλόγες που εσηκώνονταν εις τον αέρα μου εσύντριβαν την καρδίαν.

Είχα μίαν άκραν ανυπομονησίαν εις το να μάθω καμμίαν είδησιν διά την Γαντζάδα την οποίαν εγώ την αγαπούσα ακόμη· με όλον που δεν είχα αιτίαν να είμαι ευχαριστημένος με αυτήν με το να μου επιβουλευθή την ζωήν. Εβγήκα μίαν ημέρα από το σπήτι του Αμπίμπη, με στοχασμόν διά να κάμω κάθε τρόπον να μάθω καμμίαν είδησιν δι' αυτήν.

Εβγαίνοντας το λοιπόν από τον κόλπον της Μπάσρας, που είνε μακρύς χίλια πεντακόσα μίλια, ήλθαμεν εις την Όρμαν, χώραν παραθαλασσίαν. Και ύστερον από εκεί εβγήκαμεν εις την μεγάλην θάλασσαν, ήγουν εις τον Ωκεανόν, και με ένα πολλά ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το νησί της Σερενδίβ. Και εβγαίνοντας από το καράβι επήγα και κατέλυσα εις τον σύντροφον του πατρός μου ονομαζόμενον Αμπίμπη.

Ήμουν πολλά ευχαριστημένος εις τούτη την επιτυχίαν διά να ξαναγυρίσω εις την Σεοενδίβ, το περισσότερον διά να ξαναϊδώ την αγαπημένην μου Γαντζάδα αν ήτον τρόπος. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον από ολίγας ημέρας εις την Σερενδίβ με το να ελάβαμεν τον αέρα πολλά αρμόδιον, και επήγα πάλιν και εκόνευσα εις το σπήτι του Αμπίμπη. &Συμβεβηκός ΣΤ' του Αμπουλβάρη&