United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η λεχώνα εχασμήθη, κ' έκαμε το σημείον ταυ σταυρού επί του στόματος. Συγχρόνως δε ύψωσε το βλέμμα προς το μικρόν εικονοστάσιον, το οποίον αντίκρυζεν. — Έχει σβύσει το κανδήλι, μάνα· δεν το άναβες; — Δεν το αγροίκησα, θυγατέρα, είπεν η γραία· εκοιμώμουν βαθειά. — Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς τώπαθε; — Ησύχασε κι' αυτό τώρα πλεια, είπεν η γραία.

Εμείς, όπως και τώπαμε, λέγαμε τώνομά του· μα εκείνη δε μας τώλεγε, τ' ήμουν εγώ κοντά της. Φαντάζεσαι τη θέση μου και τ' είχα μέσ' στο νου μου; — Δε θα μας 'πής, τι σώπασες; μαν είδες κάνα λύκο; της είπε κάποιος παίζοντας. — Το βρήκες, τούπ' εκείνη· κι άναψε κ' εκοκκίνισε τόσο, που απ' τη θωριά της λύχνο μπορούσες ν' άναβες.

Κατόπιν ήρχισα να σε βλέπω εις τον ύπνον μου τακτικά και μου εφαίνετο ότι τούτο πολύ με εδυνάμωνε. Πάντοτε μέσατα μαύρα 'νδυμένη. Πάντοτε σκεπασμένη με μια ολόμαυρη μανδήλα. Κ' επήγαινες τάχανύκτα χαράμματακαι άναβες τα κανδηλάκια του αγίου Γεωργίου, όπως συνείθιζες πάντοτε. Κ' έτρεχεν απέξω τάχα το νεράκι, από το άγιον βήμα της εκκλησίτσας.

Να το ήξερες, καϋμένη μάνα και ν' άναβες ένα κερί στον Αϊνικόλα! εσκέφθηκα. Τρέχω να εύρω τον δρόμο του αστραπόβολου, γυρίζω στα κατάστρωμα, πασπατεύω εδώ, ψαχουλεύω εκεί· τίποτα δεν βλέπω. Οι ναύτες ολόγυρά μου με τα χάλκινα σκεύη νεκρά τόρα στα χέρια τους, πανιασμένοι εγύριζαν αρκουδίζοντας, έπιαναν τα σανίδια, εψηλαφούσαν τις κουπαστές με αγωνία θανάσιμη.