United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι φωνές και τα βογκητά των πληγωμένων αντιλαλούσαν ως μέσα στην πόλη. Τους ακούγουν οι Γότθοι οι Αρχηγοί, τρομάζουνε μήπως πάθουν κι αυτοί τα ίδια, ξεσπαθώνουν, ξεχυμίζουν, περνούν απ' ανάμεσα από τους σαστισμένους στρατιώτες, και φεύγουν. Αυτή στάθηκε η πρώτη αρχή του κακού. Δύσκολο δεν είτανε να ξαπλωθή και να πάρη δρόμο. Όλη εκείνη η μερμηγκιά σηκώθηκε στάρματα.

Μου φαίνουνταν μερμήγκια, φίδια σουρταριάρικα, χελώνες αργοκίνητες καταραμένες πάντα να φέρνουν απάνω τους, βάρος περίσσο το καύκαλό τους. Ψε! ... έλεγα με άμετρη περιφρόνησι. Ζουν τάχα και αυτοί! Απάνω στους ενθουσιασμούς εκείνους ακούω άξαφνα τη φωνή του καπετάνιου να βροντά κεραυνός δίπλα μου. — Μάινα πανιά! . . . Μάινα και στίγγα πανιά! . . .

Εγώ λέω να μας φέρης κι άλλο κρασί, Φωτεινή, της κάνει ο Προεστός, γιατί του φίλου μας το λαρύγγι έχει να δουλέψη. Ήρθε το κρασί, κι αρχίζει ο Σφακιανός. — Είταν αποφασισμένος ο πασάς, καθώς ξέρετε, να μας βάλη κάτω. Τρυγητή μήνα ξεκινάει με τη μερμηγκιά του κατά τον Ασκυφό. Πού να το σταματήσης τέτοιο κακό! Έπιασαν οι δικοί μας τα δυτικά τα βουνά.

Αυτός εσκόνταψε πάνω του και το καταπάτησε, κ' εκείνο φοβισμένο φυσικά παραπολύ και λίγο πειραγμένο έβαλε τις φωνές, όπου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα γέμισε όλος ο δρόμος από ανθρώπους του όχλου, που ξεχύνονταν από τα σπίτια σα μερμήγκια. Τον περικύκλωσαν και τον ρώτησαν τόνομά του. Πήγαινε να τους το πη, όταν άξαφνα θυμήθηκε το επεισόδιο στην αρχή της ιστορίας του κ.

Παιδί μου, δε θαρθής μαζί, κάθισ' εδώ, χρυσό μου, είνε χιλιάδες άλογα κ' είν' ο μπαμπούλας έξω και τα δαγκώνει τα παιδιά. Κλαίγε όσο θέλεις τώρα· εγώ δε θέλω να σε 'δώ να μου κουτσαίνης. Πάμε. Πάρε, Φρυγία, το παιδί, βάλε τη σκύλλα μέσα και κλείσε την οξώπορτα. — Θεέ μου, τι κόσμος πούνε! Πώς θα περάσωμε, καλέ, μέσ' από τόσο πλήθος; θαρρείς μερμήγκια αμέτρητα χιλιάδες και χιλιάδες.

Είμουνα εγώ το βασιλόπουλο που έπρεπε ν' ανοίξω τον πύργο που έκλεινε μέσα τη χαρά. Είμουνα εγώ το παλληκάρι που έμαθα να κάνω το καλό ως και στα μικρούλια τα μερμήγκια, και που προσμένω την πλερωμή τους μια μέρα, σα θα τα χρειαστώ για το τρανό στοίχημα της Πεντάμορφης του κόσμου.

Δεν την ψεγαδιάζουμε και πολύ την Παπωσύνη που ανεκατεύτηκε στα κοσμικά της Δύσης τους ταραγμένους εκείνους καιρούς, που οι βαρβάροι πηγαινοερχόντανε μέσα στην Ιταλία σαν τα μερμήγκια στα μονοπάτια τους· την ψεγαδιάζουμε μονάχα που ήθελε και καλά να φέρη παρόμοια ιεραρχικά συστήματα στην Ανατολή, σα να μην τόβλεπε πως εκεί είταν άλλος λαός, άλλοι Βασιλιάδες.

Έτσι τραβούν και τη μισοζώντανη τη μυίγα τα μερμήγκια σαν πέσουν απάνω της και την κατρακυλούνε μες στη φωλιά τους να κάμουν πανηγύρι απάνω της. Άφινέ τον τόν κόσμο, και τρέχα στα παιχνίδια, σου λέω. Στάσου! Πάω εγώ σε λιγάκι. Σύρε εσύ τώρα ναλλάξης να φάμε, και τότες. Ταβέρνα. Ο Στεφανής κάθεται μονάχος τον παρέξω. Παλικάρια κι άλλοι χωριανοί παραμέσα.

Ξανάρχεται λοιπόν πάλι ο ιεράρχης από την εξορία να διαδεχτή τον Καππαδόκη. Όλος ο κόσμος βγήκε να τον προαπαντήση. Μαζευτήκανε μερμήγκια στους όχτους του Νείλου με φοινικόκλαδα στα χέρια. Στρώσανε πλουμισμένα και ξομπλιαστά πανικά να περάση ο Αθανάσιος. Μαύριζε ο ποταμός από τις αμέτρητες βάρκες, έφεγγε το πέλαγο από τις φωταψίες.

Τι πράμα και τι κακό σαν την πρωτοείδα την Πόλη! Τι απέραντη μερμηγκιά, τι λαμπρότη και τι ομορφιά! Εκείνα τα κυπαρίσσια, εκείνοι οι μιναρέδες κ' οι θόλοι!