United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μούπε κιόλας να μη ξαναπάω παρά μια φορά, να την αποχαιρετήξω όντε θα φύγω στη χώρα. — Και θα πας; — Θα πάω, είπ' αποφασιστικά. — Κιάνε σου πω να μην πας; — Μη μου το πης, γιατί θα πάω. Δε μπορώ να μην πάω. Ο θυμός κοκκίνησε το πρόσωπο της μητέρας μου. Αλλά πάλιν κρατήθηκε και μούπε με φωνή μάλλον ήρεμη: — Κιάνε σου κολλήση την αρρώστια τση, άνε χτικιάσης; — Θαποθάνω.

Δε θα πας· μουδέ μια βολά, μουδέ μισή βολά. Κιάνε κάμης δίχως τη βουλή μου, θα σου δώσω την κατάρα μου. — Μια και τσ' έταξα, δε μπορώ να φύγω χωρίς να την αποχαιρετήξω. Λυπούμαι τη. Η μητέρα μου άρχισε πάλι να κλαίη και να παραπονάται του Θεού που την αφήκε χήρα μένα παιδί ανεπήκουο. Ήξερε αυτή τι μου χρειαζότανε, μα ντρεπότανε στην ηλικία πούχα φτάσει.

Ας είνε, εξηκολούθησεν ο Σαϊτονικολής, καταλαβαίνω 'γώ πως ό,τι κακό κιανε 'πής για την Πηγή ταχείλι σου το λέει μα η καρδιά σου δεν το λέει. — Δεν τήνε θέλω, δεν τήνε θέλω, λέω! είπεν ο Μανώλης συγκεντρών εις τελευταίαν αντίστασιν το ηττώμενον πείσμα του. Ρωμαίικα σου το λένε. — Για πε το χωρίς να φανούνε τα δόντια σου;

Την είδεν εις το παράθυρον και, αφού και πάλιν εδέχθη εις απάντησιν των ερωτολογημάτων του τα φάσκελά της, της είπεν: — Ό,τι κιάνε κάνεις, στα χέρια μου θα πέσης· δική μου θα σε κάμω. Ο Σμυρνιός δε σε θέλει, μόνο βγάλε τ' απού το νου σου. Η Μαργή από κόκκινη έγινε κάτωχρος. Ο δε Μανώλης είπεν ακόμη: — Ο ίδιος μου τώπε οψές τη νύχτα.

Έχεις δίκιο, παιδί μου, μα έχουνε κιαυτοί, είπε με πραότητα. Εσύ μπαίνεις στο σπίτι τως σε καλό και σε τιμή· μα ο κόσμος είνε κακός και βγάνει λόγια. Κιάνε τύχη και χαλάση η λογόστεση αυτή, η κοπελλιά χάνεται. Γιαυτό και ο Θωμάς σούπε να μην μπαίνης στο σπίτι του όντεν είνε η Πηγή μοναχή.

Δε σούπα να μην πηαίνης στση Βαγγελιάς; — Αι, σούπε κιανείς πώς πάω; είπα με αυθάδεια. — Είπανέ μου πως συχνοπερνάς κίσως μπαίνεις και στο σπίτι. — Κιάνεν περνώ; κιάνε μπαίνω; είπα προκλητικά. Η μητέρα μου μ' ατένισε με κατάπληξη, αλλά δεν έδειξε θυμό. — Πού την έμαθες να τη βγάνης αυτή τη γλώσσα; θες να πης πως δε με λογαριάζεις και πας στση Βαγγελιάς;

Στα όρη· εκειά πούχομε τα ωζά μας. Όπου κιάνε πάμε θάμεστα καλά, σα θάμεστα μαζή. — Δε μπορώ να κάμω ανεβουλής του κυρού μου και ταδερφού μου. Μα γιάειντα δεν έχεις απομονή; Ο Μανώλης ανετινάχθη όταν ήκουσε την λέξιν υπομονή, μίαν λέξιν την οποίαν δεν ενόει και την οποίαν εις την περίπτωσιν του εθεώρει αδύνατον. — Δεν κατέω 'γώ απομονή και ξαπομονή, μόν' αυτό που σου λέω. Θάρθης να φύγωμε;

Πονείς ποθές; — Όι, αποκρίθηκα, δεν πονώ ποθές. Ο φόβος μου όμως δεν κράτησε πολύ και το πείσμα μου ξανάρθε με την αυθάδειά μου. Κείπα στη μητέρα μου: — Μη μου λες να μην πάω να την αποχαιρετήξω. Αυτό που θες δεν είνε καλό κιάνε μου το ξαναπής, θαρχίξω να πιαίνω κάθα μέρα να τση κάνω συντροφιά. — Συντροφιά!.. Παναγία Παρθένα!

Πώς θαποθάνη το Βαγγελιό; Ας αποθάνω κεγώ. — Και δε σε γνοιάζει για τη μάνα σου, απού σέχει μονάκριβο ασερνικό κιάνε σε χάση θα κουζουλαθή; Δε λυπάσαι την αδερφή σου; Κια δε λυπάσαι τσ' άλλους, δε λυπάσαι τη νιότη και τη ζωή που θα χάσης; — Γιάειντα να γνοιάζωμαι, σα δε θα πάθω πράμμα; Το Βαγγελιό δε θαποθάνη· δε θέλω' γώ ν' αποθάνη. — Μαν είνε γραφτό ναποθάνη, είντα μπορείς εσύ να κάμης;

Να, είπεν επιτέλους ο Μανώλης, δε μ' αφίνουνε μούδε να πάρω την Πηγή, μούδε να τήνε θωρώ. — Αι! κεχάθηκαν η κοπελλιές; είπεν η χήρα. Τσοι Θωμαδιανούς τσοι βιλανούς θα κάθεσαι να παρακαλής εσύ απού 'σαι παρακαλετός όπου κιάνε ζητήξης; Δε σε θέλουν ένα, μη τσοι θες δέκα. Ο Μανώλης εσκέφθη επί μικρόν. Έπειτα είπε: — Ναι, μα 'γώ τήνε θέλω την Πηγή.