United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια μέρα μ' έκραξε ο Αλής... Τα φρύδια του μαχαίρια, Το στόμα τάφος ανοιχτός... Μου λέγει... «Ομέρ Βριόνη »Απόψε τα κεφάλια τους...» Και βγάνει ένα δεφτέρι Οπού είχε μεςτον κόρφο του. Μου τώδωκε και φεύγει. — Δε θέλω να το μάθω. — Θυμήθηκα τον πάππο μου, πουτα γεράματά του Μώδινε πάντα μιαν ευχή, ποτέ να μην ξεχάσω... Ότ' είμαι... βασιλόπουλο.. — Μας τούπε και ο Κυρ Μάνθος.

Κοντοζυγόνει· ξανοίγει χάμου μία λακκούλα που εδεχόταν του βράχου τη διαμαντένια σταλαγματιά. Του ήρθε σαν δίψα·γονατίζει, πίνει από το νερό· ξεδιψάει. Του ήρθε σαν κάμμα· παίρνει από το νερό και νίβεται· δροσολογάται. Αστόχαστα βγάνει κ' ένα ψαράκι που ηύρε νεκρό στις πέτρες και το ρίχνει μέσα.

Φυσά και βράζει μα δεν εξατμίζει να ελαφρωθή. Βούλεταιπασχίζει και τέλος βγάνει βρύχημα την κατάρα: — Σύρε στο σαββατιανό λύκο! σύρε!.. Με τη φωνή κάπως έσπασαν τα δεσίματα όλα επήδησεν ορθός ο καπετάνιος και τρέχει αναμαλλιάρης να φύγη τον βρυκόλακα. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες, πηδά και φεύγει σαν ζάρκαδος.

Σας ορκίζω στο όνομα του Χριστού μας, τα λόγια μου αυτά, καρπόν να δώσουν αναμεταξύ σας. Η χάρις του Κυρίου Ιησού νάνε μαζύ σας. Οι ίδιοιΠροφήτισσα. Να η Πυθώνισσα! Διώξτε την! Ήρθε πάλι να καταρασθή και για να βρύση! Όχι, να μιλήση αφήστε την! Σπρώξτε την και τρομάξαν τα παιδιά. ΓΥΝΑΙΚΑ Δαιμόνιο την πιάνει, όταν αφρίζοντας φωνές βγάνει σκυλίσσιες!

Και, ευρόντας αφορμή, έχωσε τα χέρια του στα στήθη της να βγάνει το φιλαράκο το τζίτζικα, που δεν εσώπαινε μήτε μέσα στο χέρι του. Η Χλόη εχάρηκε καθώς τον είδε κι αφού τόνε πήρε τον εφίλησε και τον έβαλε πάλι μέσα στον κόρφο της να τραγουδάη. Τους διασκέδασε ύστερα μια φάσα, που ελάλησε από το δάσος. Κ' επειδή η Χλόη ρωτούσε να μάθη τι λέει, της διηγιέται ο Δάφνης σαν παραμύθι ότι είχεν ακούσει.

Τότες, αφού εγέλασε πολύ καρκανιστά, βγάζει φωνή, που δεν τη βγάνει μήτε χελιδόνι, μήτε αηδόνι, μήτε κύκνος, άμα γίνη γέρος, όπως εγώ: — Εμένα, ω Φιλητά, δε μου κάνει καθόλου κόπο να σε φιλήσω, επειδή μ' αρέσει να φιλώ περισσότερο από όσο θέλεις εσύ να γίνης νέος· μα κοίτα μήπως δεν ταιριάζει στην ηλικία σου το χάρισμα.

Έχεις δίκιο, παιδί μου, μα έχουνε κιαυτοί, είπε με πραότητα. Εσύ μπαίνεις στο σπίτι τως σε καλό και σε τιμή· μα ο κόσμος είνε κακός και βγάνει λόγια. Κιάνε τύχη και χαλάση η λογόστεση αυτή, η κοπελλιά χάνεται. Γιαυτό και ο Θωμάς σούπε να μην μπαίνης στο σπίτι του όντεν είνε η Πηγή μοναχή.

Πάει στη λίμνα ολόχαρος, και γελαστός πάει στην οχθιά, και ζυγώνει αποκεί την καταβόθρα. Βγάνει τη φλογέρα απ το σελάχι του και τη φιλεί, τη φιλεί. Δακρύζει και την πετάει στην καταβόθρα. Και φέβγει, φέβγει, αφίνει πίσω του του Μπέη τις άπειρες κοπές και τα πυκνά της Αρκαδίας τα δάσα.... — Χάι! Ψαρή μ', χάι ! μαγκουφίτη μ'.... — Οπού λες.

Ομορφοδιπλώνει τα ρούχα του, χώνει τα στο μισοκοίλι, φορεί το μισοκοίλι στο κεφάλι και παίρνει δρόμο. Να βραχή δεν τον έμελλε. Τα δικό μας τομάρι βροχές και μπόρες δεν φοβάται· είνε αργασμένο. Τον έμελλε για τα ρούχα που τα είχε πρωτόβαλει ο φουκαράς. Έπειτ' από κάποια ώρα εστάθηκε η βροχή. Βγάνει τότε τα ρούχα του, ντύνεται καλά, παίρνει και το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο.

ΑΝΤΩΝ. Ο λόγος του αξίζει περισσότερο από τη λύρα τη θαυματουργή! ΣΕΒΑΣΤ. Αυτός εσήκωσε όχι τα τείχη μοναχά, αλλά και τα σπίτια. ΑΝΤΩΝ. Ποιό άλλο πράμμα από τα αδύνατα θέλει του φανή πάλι εύκολο; ΣΕΒΑΣΤ. Μετακομίζει σπίτι του, θαρρώ, τούτο το νησί, στην τσέπη του, και το χαρίζει μήλο του παιδιού του. ΑΝΤΩΝ. Και σπέρνοντας στη θάλασσα τους σπόρους του βγάνει όξω και άλλα νησιά. ΓΟΝΖ. Πώς;