United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το έχει το σκαρί μας ναι· το θέλει η φύσις μας να είμαστε πάντα μεγάλοι. Όπου και αν γυρίσης σε στεριές και θάλασσες, σε νότον και βοριά, σε ανατολή και δύσι θα το ιδής γραμμένο. Και γραμμένο όχι με ανθρώπινο κοντύλι αλλά με το ίδιο χέρι, το αόρατο και παντοδύναμο του Δημιουργού. Είμαστε άντρες σου λέγω! Να, κύταξ' εκεί· εκεί κάτω στην Ανατολή.

Δε μπορούσε να βρεθή καλύτερη θέση γι' αυτόν. Τεμπελιά και κουβέντα. Ένα πρωί πάλι τον βλέπω άξαφνα. — Αι, πώς τα πάμε; — Έφυγα. «Ου δύνασαι δυσί κυρίοις δουλεύειν». Με δυο καιρούς δεν μπορείς ν' αρμενίσης! Το περίμενα. Δεν μπορούσα όμως ούτε να θυμώσω μαζί του.

Πάρε τραγούδι μου φτερά, σύρετο Κακοσούλι, Κι' αν δης να γίνη χλαλοή, κ' αν δης να πέσουν δάκρυα, Πέτ' από 'κεί χαρούμενοΑνατολή και Δύσι Να διαλαλήσης δυνατάτον κόσμο πέρα ως πέρα, Ότι, το Σούλι ακόμη ζη, ότ' είν' ακόμα ελπίδα. Κι' αν βρης νεκρίλα κ' ερημιά, κι' αν δεν ακούσης κλάυμα, Γύρνα τραγούδι μου φτωχό, κι' είνε θεϊκή κατάρα.

Ολημερίς επήγαινα, καιτου ήλιου τη δύσιτη Λήμνο κάτω έπεσα, ψυχήν με πολλά 'λίγην. Κ' ευθύς εκεί σαν έπεσα μ' εσήκωσαν οι Σίντες. Έτσ' είπε· κ' η ασπράγκαλη εχαμογέλασ' Ήρα. Κι' απ' τον υιόν της δέχθηκε γελώντας το ποτήρι. Κέρασ' αυτός και τους θεούς τους άλλους επιδέξια, Απ' τον κρατήρα χύνοντας νέκταρ γλυκόν εις όλους.

Ας έρθουν τώρα να σε βρουν οι Τούρκαι έρμο, κρύο, Και ας γλυτώση ο Θεός τα έρμα τα παιδιά σου. Αχ! γιατί ακόμα μια φορά, γιατί να μη 'μπορώ Να σε γλυτώσω ο άμοιρος! Αστέρι μου λαμπρό, Γιατί να σβύση σήμερατα νέφια των οχτρών σου! Γιατί να μη βρεθώ κ' εγώ απόψετων παιδιών σου Την ένδοξη την &έξοδο&, οπού θα να ξυπνήση Απόψε από τον ύπνο της Ανατολή και Δύσι!

Άχνιζε τώρα κατά τη δύσι του το φεγγάρι και στ' ανατολικά κορφοβούνια, εκεί που πρώτα έλαμπε ο Γελαντζής, έσκαε ο Αυγερινός τώρα. Ο Μπάρρος, ο Καταρραχιάς, τ' Αυτί, η Νύφες κι άλλες ολόγυρα κορφές ασπρογάλιαζαν στο γλυκοχάραμμα.

Ναι, εκεί θ' ανατείλη. Προβαίνει ολοένα η Αγιατράπεζα και βούλεται να πιάση τη στεριά. Αργά ή γρήγορα θα την πιάση τη στεριά. Και τότε σε όλη την ελληνική γη από άκρη σε άκρη, από νότον και βοριά, από ανατολή και δύσι, ζείδωρος ήλιος θα πυρώση τους δούλους, καμπάνα θα σημάνη σε κάθε μιναρέ και τα τζαμιά θα ηχολογήσουν τη χριστιανική, την εθνική μας λειτουργία.

Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τα πλούτη μας τη δόξα, τα ιερά μας. Αλλού τα πάνε στη Δύσι την τρισβάρβαρη, να ημερώσουν κ' εκείνης τους λαούς, να δοξάσουν κ' εκείνης τα χώματα. Η Αγιατράπεζα όμως δεν ακολουθεί.

Άχνιζε τώρα κατά τη δύσι του το φεγγάρι και στ' ανατολικά κορφοβούνια, εκεί που πρώτα έλαμπε ο Γελαντζής, έσκαε ο Αυγερινός τώρα. Ο Μπάρρος, ο Καταρραχιάς, τ' Αυτί, η Νύφες κι άλλες ολόγυρα κορφές ασπρογάλιαζαν στο γλυκοχάραμμα.

« Γρίβα μου, βάστα τη φωτιά » Ως να καλονυχτώση. » Φέρνω Λακκιώταις διαλεχτούς. » Διακόσιους λεβεντάδες. — »'Σάν τ' άκουσε ο Αβδή-πασσάς, » Μαζόνει τους Αγάδες. » Την νύχτα δεν καρτέρησαν, » Φεύγουντου Ηλιού τη δύσι.» « Φεύγουνε, καιτα Γιάννινα »'Μπαίνουνε 'ντροπιασμένοι. » Χίλιους νεκρούς αφήκανε »'Σ του Κουτσελιού τη μάχη. . . » Τη νύχτα φεύγω.