United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Ο άνδρας της ετοίμασεν ο ίδιος τα στολίδια που θα της βάλη στον νεκρό. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Τουλάχιστον ας μάθη πως θα πεθάνη ένδοξη, και θα το πη ο κόσμος πως ήταν η καλλίτερη γυναίκα εις την γη μας. ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Αλήθεια, η καλλίτερη!

«Ώ φίλε, αχρείος και άνανδρος θαρρώ πως δεν θε να 'σαι, 375 αν οδηγοίτα νειάτα σου θεοί σε συνοδεύουν• ότι άλλος τούτος δεν είναι των ολυμποκατοίκων, αλλ' είναι η κόρη του Διός, η ένδοξη τριτογένεια, 'που τον λαμπρόν πατέρα σου ετίμα εις τους Αργείους. κ' ίλεη γενού, βασίλισσα, καλήν δόσε μας δόξαν, 380 εμένα και των τέκνων μου και της σεμνής συντρόφου• κ' εγώ μιαν πλατυμέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω χρονιάρικη, 'που τον ζυγό τ' ανθρώπου δεν γνωρίζει• θα σου την σφάξω, αφ' ού προτού τα κέρατα χρυσώσω».

ΚΡΕΟΥΣΑ Τίποτα• εξεθύμωσα•γι' αυτό κ' εγώ σωπαίνω, και συ να μάθης μη ζητάς. ΙΩΝ Ποιά είσαι; πούθεν ήλθες; πατέρας ποιος σ' εγέννησε και ποιό είνε τόνομά σου που πρέπει να σου λέμ'εδώ; ΚΡΕΟΥΣΑ Κρέουσα μ' ονομάζουν, ο Ερεχθεύς μ' εγέννησε, πατρίδα μου η Αθήνα. ΙΩΝ Ω συ, όπου στην ένδοξη την πόλι κατοικείς, και που γονειοί σ' ανέθρεψαν γενναίοι, ω γυναίκα, πως σε θαυμάζω!

Ο τυφλός Δάνδολος με ξεμωραμένου επιθυμία, έκλεισε στην άσαρκη αγκαλιά την άσπιλη παρθένα μας· εμάρανε τα ρόδα του προσώπου της με το βδελυρό του χνώτο· ερρούφηξε το τρισάγιο αίμα της με τα σαλιαριστά φιλήματά του. Εννιακοσίων χρόνων ένδοξη ζωή την έσβυσεν αυτός μ' ένα του σφιχταγκάλιασμα.

Μ' άκουσε αυτό που ξέρω: Λέγουν ότι στην ένδοξη Αθήνα είνε ντόπιες και όχι ξένες η γενειές, και δυο κακά θα μ' εύρουν! ξένος θαν' ο πατέρας μου και νόθος θαμ 'εγώ. Έχοντας τούτη τη ντροπή, αδύνατος θα μείνω, και θα με λένε τίποτα, χωρίς καμμιάν αξία.

Ας έρθουν τώρα να σε βρουν οι Τούρκαι έρμο, κρύο, Και ας γλυτώση ο Θεός τα έρμα τα παιδιά σου. Αχ! γιατί ακόμα μια φορά, γιατί να μη 'μπορώ Να σε γλυτώσω ο άμοιρος! Αστέρι μου λαμπρό, Γιατί να σβύση σήμερατα νέφια των οχτρών σου! Γιατί να μη βρεθώ κ' εγώ απόψετων παιδιών σου Την ένδοξη την &έξοδο&, οπού θα να ξυπνήση Απόψε από τον ύπνο της Ανατολή και Δύσι!

Αλλά, αλλά γελάσθηκα. Μια 'πατηλή ελπίδα Μου μένει πάντατην καρδιά Ν' ακούσω ώραώρα Ένα τουφέκι βροντερό 'Στήν ένδοξη τον χώρα. Το βρόντο του δεν άκουσα, Μόν 'σάν καπνούρα είδα Για σώπα, σώπα και θαλθή Μια 'μέρα και για σένα, Ν' ακούσης και το βρόντο του, Να ταραχθή η Πλάσι, Τα έρμα τούτα τα βουνά Να σκούζουν, και τα δάση Και τα λαγκάδια να βογγούν Στα αίματα πνιγμένα.