United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τους λαχνούς ο Έχτορας κουνούσε τηρώντας πίσω· κι' αλαφρός του Πάρη πήδησ' όξω. 325 Κάθουνται τότες στη σειρά οι άλλοι, εκεί καθένας πούχε αφισμένα τ' άρματα, τα πίλαλά του ζώα. Κι' εκείνος βάζει στο κορμί την πλούσια αρματωσά του, της ομορφόμαλλης Λενιός ο ζηλεμένος άντρας. Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, 330 πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα.

Ο μεγάλος θόλος, 179 πόδια του ύψου, είναι καμωμένος μ' αλαφρά πλιθάρια της Ρόδος, κ' οι τέσσερεις πινσοί του με πολύ στεριό υλικό που να καλοβαστιέται ο θόλος, να είναι κι όσο γίνεται αλαφρός . Πίσωθε από τα τέσσερα μισόκυκλα που κάμνουν οι τέσσερεις οι μεγάλες καμάρες σε κάθε κόχη, υπάρχει κι απόνα θολωτό τετράγωνο μέρος, φωτισμένο κι αυτό από παραθύρια.

Εκεί ψηλά, που φαίνεται το μαύρο κυπαρίσσι Και πάρα πέρα ο εγκρεμός, εκεί 'νε και μια βρύση. 'Σ αυτήν διαβάτες, πιστικοί, γυρνούσαν νύχτα μέρα, Και γροίκαες νύχτα μέρα εκεί τραγούδι και φλογέρα. Μια μέρα, που ροβόλαγα από τ' απάνω πλάι, Είδα μια κόρη πώσκυψε κ' ήπιε νερό και πάει. Πήγα κ' εγώ κ' ήπια νερό, κι' αγάλιασα 'ςτήν ώρα, Και δροσισμένος κι' αλαφρός κατέβαινα στη χώρα,

Δρόμους ξεχωριστούς πήραν οι στοχασμοί μας, μα συναπαντηθήκαν πάλι και δεμένοι σα μ' ένα παράξενο μυστικό αίστημα, που ήθελε να προκαλέση τη μοίρα, καθόμαστε πλάγι πλάγι, ενώ μπροστά μας περνούσαν οι τοποθεσίες αραδιαστές, φωτισμένες από τον ξάστερο ανοιξιάτικο ήλιο, περιβρεγμένες από τα γαλανόλαμπο νερό, που ένας αλαφρός άνεμος το έκανε να τρεμουλιάζη. Η αντίστασή μου είχε χαθεί τώρα ολότελα.

Πήγε λοιπόν στο μέρος όπου είχαν αποθέσει τα όπλα του Τριστάνου: «Αυτή η περικεφαλαία είνε από καλό ατσάλι, σκέφτηκε, γερή και σίγουρη. Κι' αυτός ο θώρακας δυνατός, αλαφρός, άξιος να τον φορή ένας ήρωας». Πήρε το ξίφος από την λαβή. «Βέβαια ωραίο σπαθί κι' αυτό, όπως πρέπει σ' έναν τολμηρό βαρώνο». Βγάζει από το πλούσιο φυκάρι, για να την καθαρίση, τη ματωμένη λάμα.

Κείνοι ετράβηξαν τον ανήφορο, κι' αυτός εκρύφθη μέσ' το ορμάνι. Κείνοι εκύτταζαν τον δρόμο τους, κι' αυτός είχε το μάτι κολλημένο στον πεύκο. Σαν αλαργάρισαν εκείνοι, αυτός εζύγωσε, κι' ανέβη αλαφρός στο δένδρο, κ' εκαβαλλίκεψε στους κλώνους, κ' εξεκρέμασε κείνο που εφαίνετο σαν δισάκκι αραχνιασμένο, μια χαρά, και το δισάκκι σάπιο έρρεψε όλο, και τα κολοννάτα πετάχθηκαν σωρός, κάτω στο χώμα.

Ο άνεμος τους ήρθε καλός κι' αλαφρός, κ' ένα πρωί, πριν από την αυγή, οι τέσσερες σύντροφοι ανέβαιναν στο Λιντάν. Εκεί δίχως άλλο ο καλός αυλάρχης, ο Ντινάς ντε Λιντάν, θα τους φιλοξενούσε και θα μπορούσε να κρατήση μυστικό τον ερχομό τους.

Έρχεται στο κρεββάτι του Τριστάνου και λέει: «Φίλε, ο Καερδέν φθάνει. Είδα το καράβι του στη θάλασσα. Σιγά-σιγά προχωρεί. Μολαταύτα το αναγνώρισα. Ο Θεός να δώση να σου φέρη τη γιατρειά σου» Αναταράζεται ο Τριστάνος. «Ωραία φίλη, είσαστε βέβαιη ότι είναι το καράβι του;! Λοιπόν, πέστε μου τι πανί έχει. — Το είδα καλά. Το έχουν ολάνοιχτο και τεντωμένο πολύ ψηλά, γιατί ο άνεμος είναι αλαφρός.

Οι άνθρωποι της Κορνουάλλης ακόμη ονομάζουν αυτήν την πέτρα «Πήδημα του Τριστάνου». Μπρος στην εκκλησιά, οι άλλοι όλο τον περίμεναν. Άδικα όμως, — γιατί τώρα πεια τον πήρε ο Θεός στη φύλαξί του. Φεύγει... Ο αλαφρός άμμος βουλιάζει στα πόδια του. Πέφτει χάμω, γυρίζει πίσω, βλέπει μακρυά τη φωτιά. Τριζομανάνε η φλόγες και ψηλά ανεβαίνει ο μαύρος καπνός. Κι' ο Τριστάνος φεύγει..