United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αρκετά απ' αυτά, φυσικά, φυλαχτήκαν στον Πύργο κι ακόμη και στην εποχή της Ελισάβετ γυρνούσαν εκεί τους περιηγητές για να ιδούν τέτοια παράξενα λείψανα των περασμένων χρόνων, όπως η πελώρια σπάθη του Charles Brandon, που πιστεύω ότι εξακολουθεί ακόμη να προκαλή τον θαυμασμό των επισκεπτών της χώρας μας· αλλά οι καθεδρικοί ναοί κ' οι εκκλησίες διαλέγονται κατά κανόνα ως τα πιο κατάλληλα καταφύγια για τη φρούρηση των ιστορικών κειμηλίων.

Εκεί ψηλά, που φαίνεται το μαύρο κυπαρίσσι Και πάρα πέρα ο εγκρεμός, εκεί 'νε και μια βρύση. 'Σ αυτήν διαβάτες, πιστικοί, γυρνούσαν νύχτα μέρα, Και γροίκαες νύχτα μέρα εκεί τραγούδι και φλογέρα. Μια μέρα, που ροβόλαγα από τ' απάνω πλάι, Είδα μια κόρη πώσκυψε κ' ήπιε νερό και πάει. Πήγα κ' εγώ κ' ήπια νερό, κι' αγάλιασα 'ςτήν ώρα, Και δροσισμένος κι' αλαφρός κατέβαινα στη χώρα,

Μα τέλος πια σαν πέρασαν ως μέρες διο και δέκα, να κι' οι παντοτινοί θεοί στον Έλυμπο γυρνούσαν όλοι μαζί, κι' ομπρός ομπρός ο Δίας περπατούσε. 495 Κι' η Θέτη τις παραγγελιές δεν ξέχασε του γιου της, Μον βγαίνει μέσα απ' του γιαλού το κύμα, κι' ανεβαίνει πρωΐ πρωΐ στον Έλυμπο και στα μεγάλα ουράνια.

Τι ζαβώθηκε και πήρε δρόμο εκείνος, μηδέ κατέχει μια σταλιά να δει κι' ομπρός και πίσω, πώς θαν του πολεμά άβλαβο τα' ασκέρι στα καράβιαΕίπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου, 345 και βγάζει τη ροδόθωρη κοπέλα απ' το καλύβι και τους τη δίνει ναν την παν. Κι' αφτοί γυρνούσαν πίσω στον κάμπο, κι' άθελα μαζί κι' η κόρη περπατούσε.

Και καιρός είναι να πάψη η ιδέα που επικρατεί πολύ στη σκηνή ότι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι γυρνούσαν παντού ξεσκούφωτοι στον ανοικτόν αέρα, πλάνη που δεν γελαστήκαν μ' αυτή οι διευθυνταί των θεάτρων της εποχής της Ελισάβετ, γιατί έδιναν σκούφους καθώς και τηβέννους στους Ρωμαίους συγκλητικούς των.

Ο λοστρόμος όμως το χαβά του. «Άκου με που σου μιλάω, καπετάνιο, μου λέει Το παιδί είνε βαρεμένο από αγάπη. Απ' τη στιγμή που σαλπάραμε, τα μάτια του δεν ξεκολλήσανε απ' το νησί, και σαν αφήσαμε το νησί πίσω μας, πάλε, με τη μπούσουλα τα μάτια του εκεί γυρνούσαν μες στο πέλαγο. Κάτι ξέρω που σου μιλάω. Το ξέρεις το μικρό σπιτάκι απάνω στην Ανάληψι, με την κλιματαριά απόξω.

Χώρια του εκεί καθήσανε οι διο θεές μονάχες δίχως μια λέξη ναν του πουν ή ναν τον χαιρετήσουν. 445 Μα αφτός στο νου του τόνιωσε το τι είχαν και τους είπε «Γιατί, Ήρα, τόσο, κι' Αθήνα, γιατί είστε μουδιασμένες; Μα Τι, αποστάσατε μαθές στη δοξοδότρα μάχη σφάζοντας Τρώες, π' άσβυστη κι' οι διο τους έχετε έχτρα; Λαχτάρα σας! με την αντριά και δύναμη μου πούχω, 450 δε με γυρνούσαν όσοι εδώ θεοί είναι στα ουράνια· μα εσάς τ' αφράτα στήθια σας πριν τάπιασε τρεμούλα, πριν δείτε καν τον πόλεμο και τα φριχτά του πάθια.