Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Αφού το έκρυψεν εντός του πηλού, απήλθε• το δε πρωί έτρεξεν εις την αγοράν γυμνός, φορών μόνον περίζωμα χρυσούν και κρατών το ξιφοδρέπανον, συγχρόνως δε σείων την λυτήν του κόμην, όπως οι τελούντες τα όργια της Ρέας• και ενθουσιώντες, ανέβη εις βωμόν υψηλόν και εκείθεν ηγόρευε προς τα πλήθη και εμακάριζε την πόλιν, εις την οποίαν θα ήρχετο εντός ολίγου ο θεός, ούτως ώστε θα εγίνετο ορατός εις όλους.

Μετέβη λοιπόν εις τους Δελφούς λαμπροστολισμένος, φορών εκτός άλλων κοσμημάτων χρυσοκέντητον ένδυμα και στέφανον εκ δάφνης χρυσής ωραιότατον, όστις αντί καρπού είχε σμαράγδους ισομεγέθεις με τον καρπόν της δάφνης.

Εκπλήττει δηλαδή και προξενεί συστολήν και συνταράσσει την σκέψιν και καθιστά δειλότερον τον ρήτορα, σκεπτόμενον πόσον θ' αποτύχη αν οι λόγοι του δεν φανούν όμοιοι προς το ωραίον περιβάλλον. Ουδείς άλλος δύναται να φανή τόσον δειλός όσον εκείνος ο οποίος, φορών ωραίαν πανοπλίαν, τρέπεται εις φυγήν προ των άλλων• τα ωραία όπλα καθιστούν φανερωτέραν την δειλίαν του.

Έπειτα δε λαβών την αχειροποίητον εικόνα του Χριστού και κρατών αυτήν και ηγούμενος του στρατού μετέβη εις την παραλίαν φορών απλουστάτην στρατιωτικήν στολήν και πέδιλα όχι κόκκινα, καθώς συνήθιζαν οι Βασιλείς, αλλά μαύρα όπως των λοιπών στρατιωτών. Τότε δε ο πατριάρχης Σέργιος ηυχήθη να βαφούν κόκκινα διά του αίματος των εχθρών.

Το πρωί, μικρόν μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, ηκούετο έξαφνα μία άναρθρος φωνάρα, φωνή μάλλον τράγου ή ανθρώπου, αναφωνούντος: — Αι αι-αι! Και ο Μανώλης ενεφανίζετο ή μάλλον εισώρμα εις τα δώματα και τα σταυροδρόμια, όπου ήσαν συνηθροισμένοι οι χωριανοί, φορών τα κυριακάτικά του, όλα καινούργια από κυανήν τσόχαν, και υποδήματα σχιστά εκ του πλαγίου, τα λεγόμενα σαρδίνια.

Αιτίαι δε των αποστατήσεων τούτων ήσαν πολλαί και διάφοροι, μέγισται όμως αι των φόρων και των πλοίων καθυστερήσεις, καθώς και η λιποστρατία εκ μέρους τινών εκ των συμμάχων. Διότι οι Αθηναίοι καθίσταντο μισητοί μεταχειριζόμενοι την βίαν και καταναγκάζοντες εκείνους , οίτινες ούτε συνήθειαν είχον μήτε θέλησιν να αναδέχωνται τα βάρη ταύτα.

Διότι εγίνωσκεν ότι ο κύριός του είχε προ πολλού διακόψει πάσαν προς τους μοναχούς σχέσιν και ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην ετόλμα άνθρωπος φορών ράσον να παρουσιασθή όπως ζητήση συνέντευξιν μετά του Πλήθωνος. — Και τι τον θέλεις; ηρώτησεν ο Θεόδωρος αποτόμως. — Θέλω να τω ωμιλήσω, απήντησε μετά συστολής ο ξένος. — Τι έχεις να το είπης; Ο ξένος εκίνησε τους ώμους.

Βράδυ-βράδυ ο Παπά-Νικόλας, αφού αγίασε μερικά σπίτια τα οποία δεν επρόφθασε την παραμονήν, φορών τα εορταστικά του ράσσα καινουργή και ευωδιάζοντα αγιωσύνην, επήγε να χαιρετίση τον καλόν του φίλον καπετάν-Μαμμήν, ευτυχισμένον πλέον ωσάν εις τα παληά του τα χρόνια, και να πη το καλώς ώρισες εις τον καπετάν-Μοναχάκην.

Εις τοιαύτην αμηχανίαν ευρισκόμενος ο Αρίων τους εζήτησεν, επειδή η απόφασίς των ήτο αμετάκλητος, να τον αφήσωσι να σταθή εις τα εδώλια του πλοίου φορών τα καλλίτερά του ενδύματα, και να ψάλη, προσθέτων ότι θα εφονεύετο μόνος του άμα ετελείωνε το άσμα.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν