United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να ιδούμε πώς θα γυρίση πίσου! Διέκοψεν ο ποιμήν. — Ήτανε ανάγκη για τα δέντρα, να κινδυνέψη; εξηκολούθησεν απορών ο Κομποδήμος. Εμείς έχουμε ζωντανά και δεν κάνουμε έτσι. Ξέρεις τι χιόνι έπεσε; Πού μπορεις να ξεμυτίσης! Και λαβών το πτύον, εξεχιόνισε καλά την αυλήν.

Αλλ' εν τω μεταξύ και ο Μανώλης είχε δυνηθή να ανασυντάξη το θάρρος του· και έξαφνα, καθ' ην στιγμήν οι κτίσται ήσαν έτοιμοι ν' αρχίσουν να γελούν διά την δειλίαν του, τους απώθησε και αρπάσας πτύον έδραμε κατόπιν του Τερερέ· τον επρόφθασε δε εις τα πρόθυρα της κατοικίας του. — Στάσου, μωρέ σακάτη, του εφώναξε, να ξαναβγάλης το μαχαίρι!

Γεια-χαρά σας! εχαιρέτισεν ο ποιμήν. Και εζήτησε πάραυτα πτύον να ξεχιονίση και σχηματίση ντορό. — Ξεχνώ εγώ ποτέ τον κολλήγα μου! Και συγχρόνως μαθών ότι ο κολλήγας του είχεν απέλθει εις τον ελαιώνα, τον κατέκρινε διά την τόλμην του. — Δεν ήτανε καλό αυτό, κουμπάρα! Είπε προς την Κρατήραν. — Πάνε κι' άλλοι, απήντησεν η Κρατήρα, παρηγορουμένη μόνη της και καθησυχάζουσα τον φόβον της.

Ακούς, μου στέλνει, λέει; Και λίραις και συχνάτσαις! εφώναξεν η Ξενιώ, ώστε η φουρνάρισσα ενωτισθείσα, εστράφη αποτόμως, ως διά να ίδη της λίραις, και έρριψε κάτω από το πτύον έν ψωμίον, μέσα εις τα φρύγανα των ξηροκλάδων.

Το φκυάρι, Κρατήρα, γρήγορα το φκυάρι! Και λαβών ο γέρων μικρόν κ' ελαφρόν πτύον σιδηρούν ήρχισε πάραυτα να σκορπίζη την απαλήν και παρθενικήν χιόνα, εδώ κ' εκεί σωρεύων αυτήν, και προσπαθών να διανοίξη πρόχειρον δίοδον προς την θύραν της αυλής, και προς το μέρος όπου ηκούετο ο γρυλλισμός του χοιριδίου. — Το καϋμένο το γουρνόπουλο, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταύρος καταγινόμενος εις αυτήν την εργασίαν.