Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Σεπτεμβρίου 2025
Παρέλαβον εν τω επομένω στιχουργήματι τον Διάκον κατά την παραμονήν της καταστροφής και εχωρίσθην απ' αυτού αφού ούτε ίχνος απέμενε πλέον εκ του σώματός του επί της γης. Ώφειλον επομένως να συμπληρώσω διά του πεζού λόγου ό,τι εξ ανάγκης παρέλιπεν η ποίησις, ίνα, ουχί εν προτομή αλλ' εν τη ολομελεία αυτού, ιδρυθή επί του βάθρου της ιστορίας ο ανδριάς του εθνομάρτυρος.
Οι δύο είνε εικών της ζωής, ο είς εικών του θανάτου . . . Διά τούτο η γραία καπετάνισσα την παραμονήν, απεμακρύνετο από το χωρίον, ως το έμβλημα του αφορισμού και της ερημώσεως.
Δεξιά εις την αχιβάδα, μοναχός τις, μεσήλιξ, φορών επανοκαλύμμαυχον, έψαλλε το «Κύριε εκέκραξα». Εξημέρωνε Δευτέρα και δεν είχε ψαλή ο εσπερινός το πρωί, ουδ' είχε τελεσθή την παραμονήν η λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Αριστερά έτερος μοναχός αντεφώνει εις τον πρώτον. Δύο ή τρεις άλλοι μοναχοί ή δόκιμοι, με ράσα, αλλά χωρίς επανοκαλύμμαυχα, ίσταντο εις το δυτικόν μέρος του ναού εντός των στασιδίων.
Την κοινήν περιέργειαν είχε διεγείρει η γρηά-Σπύραινα την παραμονήν των Χριστουγέννων.
Προ τινος καιρού είχε μάθη ότι η σύζυγος του, εγκαταλειφθείσα υπό του απίστου φίλου, έζη άγνωστον πώς και πού . . . η είδησις δε αυτή, ήτις ηδύνατο να είνε και αδέσποτος επέτεινε την πικρίαν του. Την νύκτα εκείνην, την παραμονήν του Πάσχα, είνε μελαγχολικώτερος του συνήθους. Ζητεί ν' αποδιώξη τας μαύρας του σκέψεις και δεν το κατορθώνει. Πώς ήθελε να ελησμόνει . . .
Ήτο λοιπόν ο Γεώργης μελαγχολικός την παραμονήν της 1 Ιανουαρίου 186., διότι ενθυμείτο τα παλαιά του· την παιδικήν ηλικίαν του, την πατρικήν του καλύβην εν Κορίνθω, τον αδικοθάνατον πατέρα του, όστις του έδιδε πάντοτε αυτήν την ημέραν την ευχήν του κ' έν ζεύγος καινουργών σανδαλίων, την αγαπητήν του μητέρα, ήτις τον εφίλει . . τον εφίλει την πρωτοχρονιάν, και τον έσφιγγεν εις τας αγκάλας της λέγουσα·
Αλλά την παραμονήν του γάμου, το βράδυ, την ώραν που ενύχτωνεν — όταν είδε την επιμονήν των γονέων της, να μη θέλουν να της δώσουν αρκετήν προίκα, και είδε την απονιάν της μητρός της — παραφυλάξασα την ώραν οπότε η γραία εξήλθε προς στιγμήν από την οικίαν δι' έν θέλημα, κατέβη με παλμόν καρδίας κρυφά στο κατώγι· έψαξε και ανεύρε το κομπόδεμα, το σκυλοδεμένο, και το έλυσεν.
Εννοείται ότι ο διάλογος των δυο φίλων ετραχύνθη, και απέληξεν εις ρήξιν, ήτις διήρκει από δύο ήδη μηνών, ότε την παραμονήν της πρώτης του έτους απηντήσαμεν άθυμον και μελαγχολικόν τον Μιμίκον.
Τρίτον — τούτο ήτο το εκπληκτικώτερον — τα τελευταία Χριστούγεννα, παρουσιάσθη την παραμονήν ο Μπάρμπα-δήμαρχος, κρατών δέμα τυλιγμένον με χονδρόν χαρτίον. Το ανοίγει η Μιλάχρω και ευρίσκει γόβες, διά την σύζυγόν του και διά την θυγατέρα του, και ένα ζωνάρι διά τον εαυτόν του. — Καλή χρονιά! Του λέγει η Μιλάχρω ειρωνικώς, προσθέτουσα: — Μαντζάρικο πάλι χάλασες; — Π'στευ'ς, καϋμένη, τον κόσμο!
Ο Πετρώνιος εξύπνησε περί την μεσημβρίαν και, κατά το σύνηθες, ήτο πολύ κουρασμένος. Την παραμονήν, εις τα ανάκτορα του Νέρωνος, είχε παρακαθήσει εις συμπόσιον . . . Από τινος χρόνου η υγεία του δεν ήτο τόσον καλή και αι αφυπνίσεις του ήσαν περισσότερον επίπονοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν