United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τυφλή και μανιωμένη Τον εκοιλούσε η Λιαπουριά. — Κεχρί παραδομένοτα δόντια του νερόμυλου, τριμμόψυχα ριμμένη Μεςτο λαρύγκι ενός θεριού, προσάναμμα, αποκλάδι, Χλωροκομμένο φρύγανο, που τώβοσκεν η φλόγα, Ολόγυρά του εκύτταζε, σαν νάθελεν ακόμα Να καταπιή με μια ματιά, να κρύψητην ψυχή του Την έρμη την πατρίδα του κ' εκείτον άλλον κόσμο Να τήνε πάρη συντροφιά. — Επέρασε απ' το νου του Φτωχή, κακογεράματη κ’ η δύστυχή του η μάνα Μην έρθη ώρα για ψωμί το χέρι της ν' απλώση, Και μην πεθάνη νηστική.

Εδιάβηκε η μαυρύλα Κ' έρχεται πάλαι η ξαστεριά. Θολός, συγνεφιασμένος Δε μένει τέτοιος ουρανός, ώρα πολλή δε μένει. — Καπνούρα, Μήτρε, καταχνιά... δε μας χασομεράνε. Όθε περάσουν, ερημιά, μένει το χώμα στείρο. — Έρχετ' εμπρός η Λιαπουριά με τον Ομέρ Βριόνη.. Διαμάντη, κύτταξε και συ, σαν και να σταματήσαν.

Τα χέρια του άκοπα χτυπούνε, σφάζουν Σκορπά, ανταριάζεται, φεύγει ο εχθρός. 'Σ το δρόμο του άξαφνα του λύεται η χαίτητην πλάτη ανέμισε σα δυο φτερά Τότε του φώναξαν. — «Στάσου, Λαμπέτη, «Άφησε κ' ένανε γι' άλλη φοράΚι' αυτός δεν ένοιωθε ποιος τόνε κράζει Πάντα εσαλάγαγε τη Λιαπουριά, Ταγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει... Άστραψ' εβρόντησε μια πιστολιά,

Κ' εκεί που ο δύστυχος μοιρολογούσε Με μιας αυτιάζεται... κ' ένα σκυλί Μακρά του φάνηκε σαν κι' αλυχτούσε, Κούφια σαν κι' άκουσε ποδοβολή. Τα δέντρα εσείστηκαν, τα χαμοκλάδια, Σκιασμένα επρόβαιναν συχνά συχνά Πλατώνια, αγριόπουλα, λαγοί, ζαρκάδια... Μην επαγάνιζεν η Λιαπουριά;... Σκύφτει, ακουρμαίνεται... σιμόν' η αντάρα... Τούβραν το πάτηματο χιόνι οι εχθροί.