United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο μικρά και ταπεινή η οικοδομή, αλλ' ήτο ιδιοκτησία του, δεν την εχρεώστει εις ουδένα, δεν ώφειλε πλέον να πληρώνη ενοίκιον εις ξένον οικοδεσπότην. Το δε γλυκύ αίσθημα της ανεξαρτησίας ήτο αντιστάθμισις επαρκής του κόπου, με τον οποίον ο ευτραφής ιδιοκτήτης διεσκέλιζε δις της ημέρας τον ανήφορον του Ποταμού διά ν' ανέλθη μέχρι της οικίας του.

Ο Παρδαλός πείθεται, συγκινούμενος υπό της συζυγικής μερίμνης της κυρίας Φρόσως, λαμβάνει πάλιν το φως, το κάτοπτρον και το ξυράφιον, και ημιξύριστος μεταβαίνει εις τον κοιτώνα, όπου ευρίσκει την Ευφροσύνην τοποθετημένην προ του κατόπτρου μεταξύ τεσσάρων κηρίων και καταγινομένην μετά πολλού κόπου να δέση όπισθεν του τραχήλου της μικράν εκ μέλανος βελούδου ταινίαν, αφ' ης κρέμαται επί του υπερακμάζοντος στήθους της χρυσούς λοβίσκος.

Εσκότωσε τον Ύπνον ο Μάκβεθ, τον εσκότωσε τον Ύπνον τον αθώον, αυτόν που το κουβάριασμα ξεπλέκει των φροντίδων, τον θάνατον εις την ζωήν της κάθε μας ημέρας λουτρόν του κόπου, βάλσαμον του νου του πονεμένου, το άρτυμα της φύσεως, τον μέγαν τροφοδότηντου βίου το συμπόσιονΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι είν' αυτά που λέγεις;

Υ παπάς απ' μ Παναϊά, κάτου στη χώρα, δε θέλησε ναρθή, γιατ' είμαστε λίοι, κη δε μαζουνώμαστε πουλλοί, για να βγάλη τουν κόπου τ', ας πούμε. Υ παπάς απ' τουν Άι-Γιάννη τσ' Τρεις Ιεράρχοι, ο άλλους είνε φημέριους, γιατί τουν παπ' Αγγελή, πούταν απ' όξου, μας τούνε 'πήρις. Κουντέψαμι ν' απουμείνουμι αλειτρούητοι, τέτοια μέρα, γιατί δε ξέραμι 'σαί ποιά εκκλησιά θελά-πάτι ν' αναστήσητε.

Κύτταξε το τμήμα σου, σε παρακαλώ, κραυγάζει ακούσας τον λαλούντα ισχνός νεανίας, στρέφων μετά κόπου πολλού τον μόλις φυόμενον μύστακά του· από το τέταρτο αύριο βράδυ θ' ακούσης τα νέα. — Ζήτω του δημάρχου! κραυγάζει αίφνης εισβάλλουσα εις την αίθουσαν εν ορμή και αταξία ομάς μεθύσων, μόλις συγκρατουμένων εν ισορροπία. Χαλέμ και άγιος ο Θεός!

Αφού ο πτωχός μετέφερε τα ξύλα και έλαβε παρά του ιερέως ως ανταμοιβήν του κόπου του έν ρούβλιον, ηρώτησεν αυτόν αν έχη και άλλην εργασίαν να τω δώση· Ο δε αγαθός ιερεύς μη έχων εργασίαν, αλλ' επιθυμών να ενισχύση την εργατικήν διάθεσιν του πτωχού, διέταξεν αυτόν, επί λόγω ότι μετενόησε διά την μεταφοράν των ξύλων του, να επαναφέρη αυτά εις την προτέραν των θέσιν· και μετά την δευτέραν αυτήν μεταφοράν έδωκε και δεύτερον ρούβλιον εις τον πτωχόν.

Δεύτερον, ο Κ. έπαρχος δεν προσεκλήθη υπό της Κυβερνήσεως, αλλ' απήλθε δυνάμει αδείας μετά κόπου και μόχθου αποκτηθείσης, λόγω δήθεν υγείας.

Κοιτάξτε την κλίση· έχουμε ακόμη ονομαστική, γενική, αιτιατική, μάλιστα και κλητική! Η ονομαστική, η γενική, στη δέφτερη κλίση, κ' η αιτιατική, σώζουν την κατάληξή τους. Η κοινή λέει πάντα ο κόπος, του κόπου, τον κόπο, σαν την αρχαία, πάντα κλίνει η γλώσσα, της γλώσσας . Αν πάρετε κι άλλες πολλές λέξες, θα διήτε μόλις διαφορά. Ας συγκρίνουμε το σημερνό μας κόπος με ταρχαίο.

Η διάρκεια της λειτουργείας περιωρίσθη εις έν τέταρτον της ώρας, αι νηστείαι είναι υποφερταί, οι ιερείς εξευγενισμένοι, αι εικόνες αυτών ηδύνουσι τους οφθαλμούς και η μουσική κηλεί την ακοήν ώστε έκαστος δύναται άνευ μεγάλου τινός κόπου ή αηδίας να είναι καλός χριστιανός. Αλλ’ ημείς εκρίναμεν καλόν να μείνωμεν προσηλωμένοι εις τους τύπους του μεσαιώνος ως τα οστρείδια εις τον βράχον.

Από την Χίον, απεκρίθη ο πατήρ μου, μετά κόπου ορθώσας την κεφαλήν. ― Και τι κάθησθε εδώ έξω; Πώς δεν έρχεσθε εις την πόλιν μας. ― Πηγαίνομεν εις το Άργος. ― Εις το Άργος! Δεν είναι τόπος διά γυναικόπαιδα το Άργος. Εδώ να μείνετε. Είπεν ο πατήρ μου ότι πηγαίνομεν εκεί προς εύρεσιν πόρου ζωής.