United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το Μεσολόγγι έπεσε, και όλη κινδυνεύει Να πέση τώρα η Ελλάς· με την απελπισιά της Άγρια και με το φόβο της 'μερόνυχτα παλεύει. Το Μεσολόγγι το πατεί, το παίρνει ο Τούρκος τώρα· Ελάτε να του κλάψωμε την υστερνή του ώρα! Οι γέροντες, που με τους νηούς να παν' δεν ημπορούσαν, 'Σ το Μεσολόγγι απόμειναν.

Άλλως δε και προς τι να σπεύση; Μήπως θα τιμωρηθή αν βραδύνη, ή μήπως κινδυνεύει να επανέλθη κενός; Το φορτίον του είνε πάντοτε έτοιμον και τον περιμένει. Ας περιμείνη λοιπόν. Το φορτίον όμως δεν τον περιμένει εις την γωνίαν του, αλλ' εξέρχεται εις την οδόν.

Επειδή δε και το πλοίον, όταν πλέη εις την θάλασσαν, χρειάζεται φρουράν πάντοτε, και την ημέραν και την νύκτα, ομοίως δε και η πόλις η απειλουμένη από την τρικυμίαν των άλλων πόλεων και η οποία ευρίσκεται εις διαφόρους εποφθαλμιάσεις και κινδυνεύει να κυριευθή, δι' αυτό χρειάζεται από την ημέραν έως την νύκτα και από την νύκτα έως την ημέραν να έρχωνται κατά σειράν οι άρχοντες, διαδεχόμενοι πάντοτε οι φρουροί τους φρουρούς και παραδίδοντες εις τους άλλους χωρίς να παύουν ποτέ.

Παρεμέρισεν εκ της οδού, επορεύθη εις πυκνόν θάμνον, και εκρύβη όπισθεν αυτού, περιμένων να περάσωσιν οι ιππείς. Ότε επλησίασαν ούτοι, ήκουσε τον εξής διάλογον. — Δεν ημπορεί να είναι μακράν. — Αυτός ο διαβολόγερος ειξεύρει τον τρόπον να χάνεται ως κονιορτός. — Πώς ευρέθης εδώ και τι συνέβη; ηρώτησε τον Βράγγην ο φαινόμενος ως αρχηγός των ιππέων. — Βοήθειαν πρώτον, αυτή η μικρά κινδυνεύει.

ΦΙΛΟΣ. Αλλ' ημείς έχομεν ανάγκην να λάβης μέρος εις την δίκην διά να καταγγείλης και τα καθέκαστα. ΑΛΗΘ. Λοιπόν θα συμπαραλάβω και αυτάς τας δύο θεραπαινίδας, αι οποίαι μου είνε αχώριστοι. ΦΙΛΟΣ. Και όσας άλλας θέλεις. ΑΛΗΘ. Ακολουθήτε λοιπόν, Ελευθερία και Παρρησία, διά να προσπαθήσωμεν να σώσωμεν αυτόν τον ταλαίπωρον άνθρωπον, ο οποίος είνε θιασώτης μας και κινδυνεύει χωρίς δικαίαν αφορμήν.

Τι λοιπόν να σου γράψω, αφού πρέπει οπωςδήποτε να γεμίση η επιστολή μου; Να σου γράψω, ότι, αφ' ότου ήρχισαν να πνέωσιν οι ετησίαι, έχομεν πάλιν τόσον εν Αθήναις κονιορτόν, ώστε, αφού αι εβδομήκοντα δύο χιλιάδες κάτοικοι της πρωτευούσης τρώγουσι και ροφούσι καθ' ημέραν τρισμέγιστον αυτού ποσόν, μένει πάλιν τόσον πολύς, ώστε κινδυνεύει να μας θάψη όλους; Το πράγμα δεν είνε νέον.

Hξεύρω επίσης ότι οι λέγοντες ή ανακοινούντες αγγελίας, τας οποίας παρ' άλλων έμαθον, ουδεμίαν εμπνέουν εμπιστοσύνην και νομίζονται μάλιστα ως άφρονες· αλλ' όμως δεν θα με κρατήση ο φόβος την στιγμήν που κινδυνεύει η πόλις, επειδή είμαι πεπεισμένος ότι ομιλώ μετά περισσοτέρας βεβαιότητας.

Τοιούτον μελοδραματικόν αίσθημα, το κατ' εμέ, δεν ηδυνάμην να δώσω εις την Αϊμάν, αφού δεν ήτο βέβαιον ότι η Αϊμά ηρωτεύετο τον Μάχτον. Και πώς η Αϊμά, αυτή κινδυνεύουσα, φοβείται διά τον Μάχτον, όστις δεν κινδυνεύει; Τούτο είνε δυσνόητον. Έπειτα ο Μάχτος κρατεί ακίνητον τον Πρωτόγυφτον επίτηδες, διά να δώση καιρόν εις την Αϊμάν να φύγη, ως να προϋπήρχε συνεννόησις μεταξύ των δύο περί της φυγής!

Ηθέλομεν να ίδωμεν και πάλιν τας οικίας μας, εις οιανδήποτε κατάστασιν και αν επρόκειτο να τας εύρωμεν, ο δε φόβος μη τας εύρωμεν κατεστραμμένας ηύξανεν αντί του να ελαττόνη την επιθυμίαν μας. Τοιούτος ο άνθρωπος. Προσκολλάται τοσούτω μάλλον εις ό,τι αγαπά, καθόσον κινδυνεύει να το απολέση.

Ο Αμλέτος αγαπά τον Οράτιον, διότι βλέπει εις εκείνην την ψυχήν ασάλευτον την ισορροπίαν, την οποίαν αυτός αισθάνεται ότι κινδυνεύει να χάση, τον έχει εις την καρδίαν της καρδίας του , ως να ήθελε με τούτο να μετριάση την ακοίμητον φλόγα των αισθημάτων του, να γαληνεύση τους ανεξηγήτους κυματισμούς της ψυχής του.