United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε, εις μίαν τοιαύτην της διανοίας της απάτην, ανεκάλυψε και τον Λαλεμήτρον εν τω ναώ του αγίου Διονυσίου κ' εκόμισε τα χαιρετίσματα εις την κατάπληκτον Θωμαήν. Επήδησεν από την χαράν της, ως είδομεν, η νεαρά σύζυγος. Αλλ' η μήτηρ αυτής, η γρηά-Κυρατσού, της διέκοπτε την αγαλλίασιν: — Πώς δεν έστειλε γράμμα! Και επανηρώτα τότε την θεια-Αννούσαν, η Θωμαή: — Μα αλήθεια τον είδες;

Και φουμάρων τον ναργιλέ του ουδέ απάντησιν έδιδεν εις την Θωμαήν, ήτις τον εκάλει έξω: — Να μ' αγαπούσες κάνιο σαν τον ναργιλέ! παρεπονείτο τότε κλαίουσα η Θωμαή. Την παραμονήν της αναχωρήσεώς του είχε λάβη έντονον εκ Βόλου διαταγήν, ότι ώφειλε να εξοφλήση ανυπερθέτως δύο συναλλαγματικάς του, αίτινες προ μηνός έληξαν, άλλως ηπείλουν αυτόν διά προσωπικής κρατήσεως. — Για τον Θεό!

Να μη βλέπω τον ήλιον να λάμπη την ημέραν, να μη βλέπω την σελήνην να φέγγη την νύκτα; Να μη βλέπω τον ουρανόν με τάστρα, την γην με τάνθη, την θάλασσαν με τα ψάρια; Να μη βλέπω, Παναγία μου, την εικόνα σου, την Ζωοδόχον Πηγήν την ολόφωτον, παρεκάλουν την Θεοτόκον διαρκώς, να μη βλέπω την Θωμαήν μου; . . . Και, κατεφίλουν την χρυσήν μου καδένα, εις την οποίαν δεν έπαυσα να καταφεύγω πάντοτε ως εις τελευταίαν άγκυραν σωτηρίας.

Όταν δε πάλιν κατόπιν ήλθε και ένας μικροπλοίαρχος, έχων την μανίαν να κομίζη ειδήσεις και χαιρετίσματα από πατριώτας, και έφερε και εις την Θωμαήν, εκείνας τας ημέρας, πολλά-πολλά χαιρετίσματα από τον Λαλεμήτρον, που ήτον δραγουμάνοςτην Αθήνα, τότε η πτωχή σύζυγος απεφάσισε να ταξειδεύση μέχρι Αθηνών και θέση τέρμα εις την σαρκάζουσαν αυτήν ιστορίαν.

Νά! της έλεγεν η απλοϊκή θεία της, όταν ομού μετέβησαν, μίαν Κυριακήν, εις τον άγιον Διονύσιον, κατά την πρώτην λειτουργίαν, μη τυχόν κ' επανίδωσι τον Λαλεμήτρον. Νά! εδώ-δα 'στεκόμουνα εγώ, και ήλθεν ο Λαλεμήτρος από κει, και ο κλησιάρχης του είπεν: από κει, παρακαλώ . . . Και εδείκνυεν η γραία τα μέρη του ναού προς την Θωμαήν, προσπαθούσα και η ιδία να πεισθή ότι δεν ηπατήθη.

Η θεια-Αννούσα, μισοζαλισμένη ακόμη από το ταξείδιον, δεν ηδύνατο να είπη άλλας λεπτομερείας προς την μετά πόθου ερωτώσαν αυτήν Θωμαήν. Υπόπτερος τότε αύτη, την έλαβεν αμέσως την θεια-Αννούσαν, εκ της χειρός.

Πολλαί μητέρες εζήλευσαν την γραίαν διά την τόσην τύχην της. Πολλαί παρθένοι εφθόνησαν την Θωμαήν διά το τόσον ριζικόν της. — Φτωχούλα ήταν, έλεγον. Ένα σπιτάκι μόνον είχε και ένα αμπελάκι· μα είχε μοίρα και ριζικό! — Τι καλός ο Λαλεμήτρος, τι χρυσός, τι μαλαματένιος! Σαν την χρυσή καδένα του, γειτόνισσα, χρυσός, μάλαμα, γειτόνισσα, ο Λαλεμήτρος.

Αλλ' όταν έχωμεν υπομονήν, εξηκολούθει μαλακύνων την φωνήν του και βλέπων ιλαρώς τώρα την Θωμαήν, όταν έχωμεν υπομονήν, Θωμαή μου, τότε μας ακούει ο Κύριος και μας κάμνει ό,τι του ζητήσωμεν, προς το συμφέρον πάντοτε της ψυχής μας. Και ημπορεί τότε κ' εδώ καλά να περάσωμεν το υπόλοιπον της ζωής μας, και να κερδήσωμεν και την βασιλείαν των ουρανών . . .

Οι λόγοι ούτοι ηύφραινον πραέως τας δύο γυναίκας κ' εγλύκαινον την πικρίαν των, ως το αγνόν γάλα, το οποίον ηδέως μαλακύνει τον ξηρανθέντα υπό της νόσου φάρυγγα! — Ένα ξερό κορμί είσαι, κόρη μου. Παιδιά δεν έχεις. Δόξα σοι ο θεός! Θα περάσης τον ψεύτικον αυτόν κόσμον. Με το αμπελάκι σου, θα ψευτοπεράσης. Επαρηγόρει την Θωμαήν η μητέρα της. — Και συ, μαννούλα μου, άλλο ένα ξερό κορμί είσαι.

Την ηγόρασε λοιπόν ο Λαλεμήτρος και ως έλεγεν εις την Θωμαήν, πολλάκις αύτη τον εφύλαξεν από πολλούς κινδύνους, Εις τον πυθμένα της αβύσσου κάτω τον κελαινόν, ως δύτης, την έφερε μεθ' εαυτού πάντοτε ο Λαλεμήτρος καθώς τον είχε συμβουλεύσει ο Ισραηλίτης, και ουδέποτε ουδέν κακόν τω συνέβη, Τα κήτη επλησίαζον προς αυτόν με ορμήν πολλάκις, αλλά μόλις την έβλεπον, ακτινοβολούσαν την χρυσήν άλυσιν, απεσύροντο ηρέμα, ως φελούκαι προς τα οπίσω κωπηλατούμεναι . . .